
Η απόφαση του Ισραήλ να αναστείλει την ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Λωρίδα της Γάζας έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, καθώς εντείνεται η διαμάχη με τη Χαμάς για την εφαρμογή της εκεχειρίας. Ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών, Γκίντεον Σάαρ, υπεραμύνθηκε αυτής της απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η βοήθεια έχει μετατραπεί σε «βασική πηγή εσόδων» της Χαμάς και χρησιμοποιείται για τη συνέχιση του πολέμου.
Την Κυριακή, το Ισραήλ ανακοίνωσε την αναστολή της εισόδου προϊόντων και εξοπλισμού στη Γάζα, σε μια προσπάθεια να πιέσει τη Χαμάς να αποδεχθεί τους όρους της επόμενης φάσης της συμφωνίας εκεχειρίας. Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου επιδιώκει να εξαναγκάσει την παλαιστινιακή οργάνωση να συμμορφωθεί με τις ισραηλινές απαιτήσεις, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία.
Ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γκίντεον Σάαρ ήταν κατηγορηματικός στη συνέντευξη Τύπου αναφέροντας: «Η βοήθεια που πάει στη Χαμάς δεν είναι ανθρωπιστική», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «δεν γνωρίζω καμία άλλη χώρα στον κόσμο από την οποία ζητείται να χρηματοδοτεί έναν πόλεμο εναντίον της».
Ανέφερε ότι το Ισραήλ είχε επιτρέψει τη ροή βοήθειας κατά την πρώτη φάση της εκεχειρίας, καθώς υπήρχε συμφωνία για την απελευθέρωση ομήρων. Τώρα, όμως, που αυτή η φάση ολοκληρώθηκε, «δεν έχουμε πλέον καμία υποχρέωση να χρηματοδοτούμε την τρομοκρατία σε βάρος μας», κατέληξε.
Ο επικεφαλής της υπηρεσίας αρωγής του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους (UNRWA), Φιλίπ Λαζαρινί, προειδοποίησε ότι η διακοπή της βοήθειας θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των αμάχων.
«Η ανθρωπιστική βοήθεια πρέπει να συνεχίσει να ρέει σε αντίστοιχη κλίμακα με αυτή των τελευταίων έξι εβδομάδων», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι «η βοήθεια και οι βασικές υπηρεσίες είναι μη διαπραγματεύσιμες και δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως όπλα πολέμου».
Η πρώτη φάση της συμφωνίας είχε οδηγήσει στην επιστροφή 33 ομήρων στο Ισραήλ, μεταξύ αυτών και 8 νεκρών, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση περίπου 1.800 Παλαιστινίων κρατουμένων. Η δεύτερη φάση προβλέπει την απελευθέρωση όλων των εναπομεινάντων ζωντανών ομήρων έναντι νέων αποφυλακίσεων, ωστόσο, οι δύο πλευρές δεν έχουν καταλήξει σε κοινά αποδεκτούς όρους.