Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Ο πρώτος Έλληνας chef με δύο αστέρια Michelin



Ο Άγγελος Λάντος είναι ο πρώτος Έλληνας chef με 2 αστέρια Michelin, Χρυσό Σκούφο και άλλες διακρίσεις στο ενεργητικό του, με την εκλεπτυσμένη υψηλή μαγειρική του τέχνη, εξελίσσει και έχει ανεβάσει το επίπεδο στον γαστρονομικό χάρτη.

Σύγχρονος και καινοτόμος δημιουργεί τις γαστρονομικές του προτάσεις σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια διεθνώς, στο εμβληματικό εστιατόριο της Αθήνας, Σπονδή, που είναι πρότυπο ποιότητας και αισθητικής.

 

 

Ο Άγγελος Λάντος, με μαγειρική θητεία άνω των είκοσι ετών, αφού πέρασε από γνωστά αθηναϊκά εστιατόρια, όπως το Πιλ Πουλ και το Boschetto, διετέλεσε επί επτά χρόνια sous chef της Σπονδής, ενός κορυφαίου αθηναϊκού εστιατορίου και ένα από τα 50 καλύτερα της Ευρώπης, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Αρνό Μπινιόν. Το 2012, όταν o δεύτερος αποχώρησε για να μετακομίσει στην Αγγλία, ο Λάντος ανέλαβε τα ηνία του γαλλικού εστιατορίου συνεχίζοντας την παράδοση του δασκάλου του.

Πολλοί πίστεψαν τότε ότι η Σπονδή θα χάσει τα δύο αστέρια Michelin που κατείχε επί δέκα, τότε, χρόνια. Ο Λάντος όμως με τη μεθοδικότητα και τη δημιουργικότητά του κατάφερε να τα διατηρήσει, σερβίροντας γαλλική κουζίνα με ευφάνταστους τρόπους κερδίζοντας το στοίχημα να διατηρήσει τη διάκριση που λαμβάνει από το 2008 έως σήμερα το σπουδαίο αθηναϊκό εστιατόριο. Τότε έγινε και ο πρώτος Έλληνας σεφ που έχει βραβευτεί με δύο αστέρια Michelin.

 

 

Με πηγαία έμπνευση και δημιουργικότητα, ο Άγγελος Λάντος είναι η ήρεμη δύναμη της Σπονδής δημιουργώντας πιάτα που ισορροπούν ιδανικά μεταξύ της υψηλής εκτελεστικής τεχνικής και του υποδειγματικού χειρισμού της πρώτης ύλης σε ένα συναρπαστικό αποτέλεσμα που τον καθιστούν έναν από τους σπουδαιότερους σεφ τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Έχει την ευκαιρία να διαχειρίζεται τις καλύτερες πρώτες ύλες, δημιουργώντας πιάτα με αρώματα και διαφορετικές υφές, με στόχο πάντα να ενθουσιάζει τους πελάτες του πρώτα στο μάτι και στη συνέχεια με τη γεύση. Επιθυμία του είναι να εξελίσσεται συνέχεια και να προχωράει τη δουλειά του, η οποία άλλωστε του δίνει την ευκαιρία της συνεχούς μάθησης.

 

 

Αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μαγειρική, αμέσως μετά το λύκειο, επειδή είναι, για εκείνον, τέχνη της δημιουργίας, της ανακάλυψης και της διαρκούς αναζήτησης, ενώ πηγές έμπνευσής του είναι η ψυχική ηρεμία, που τον κάνει πιο δημιουργικό, και η απόλυτη ησυχία, που τον βοηθάει να σκέφτεται και να δοκιμάζει όσα έχει στο μυαλό του.

Αυτό που τον γοήτευε πάντα στη μαγειρική, εξάλλου, ήταν το γεγονός πως οι μάγειροι και οι σεφ δεν παύουν ποτέ να είναι σε εγρήγορση, πως υπάρχει πάντοτε κίνητρο και διάθεση για εξέλιξη, ανανέωση, δημιουργία, γνώση. «Δεν είναι κάτι στατικό και σταθερά επαναλαμβανόμενο, είναι μία τέχνη δυναμική που μετουσιώνει αενάως το κλασικό -πάντα με σεβασμό- και το εμπλουτίζει με νέες τεχνικές, τολμηρούς συνδυασμούς και πρωτοποριακές ιδέες».

 

 

Είναι άνθρωπος ανοιχτός σε νέες προκλήσεις και δεδομένα και δεν του αρέσει να χρησιμοποιεί τη λέξη «ποτέ», μιας και φρενάρει την εξέλιξη και τη φαντασία. «Υπάρχει ένας ολόκληρος καινούριος κόσμος πιθανών γευστικών συνδυασμών που με εμποδίζει να το εκφέρω». Δε θεωρεί πως είχε έναν συγκεκριμένο δάσκαλο, αλλά θυμάται ως δασκάλους όλους εκείνους με τους οποίους έχει συνεργαστεί, είτε δουλεύοντας μαζί τους είτε συμμετέχοντας σε σεμινάρια και φεστιβάλ γαστρονομίας. Επίσης, δεν του αρέσει να κάνει σχέδια για το μέλλον αφού «Λένε ότι ο Θεός γελάει όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια».

Στην ερώτηση για το αν νιώθει βάρος εξαιτίας των προσδοκιών που έχουν καθημερινά από εκείνον εξαιτίας της δουλειάς του σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, απαντά πως «Βεβαίως είναι μεγάλη η ευθύνη, αλλά εξίσου μεγάλη είναι και η ηθική ικανοποίηση που λαμβάνεις όταν χαίρεις της εκτίμησης και της αναγνώρισης ατόμων με αδιαμφισβήτητη γνώση και κύρος στο χώρο της υψηλής γαστρονομίας. Η αναγνώριση αυτή αποτελεί ώθηση και κίνητρο για να έχεις πρωτίστως ο ίδιος υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό σου».

Σε συνέντευξη στο www.simposio.news, είπε:

– Ποια είναι τα αγαπημένα σας αρώματα στο φαγητό;

«Τον τελευταίο καιρό με γοητεύουν ιδιαίτερα τα αρώματα του δάσους. Οι ξυλώδεις μυρωδιές, το άρωμα του καπνισμένου ξύλου, οι γήινες εντάσεις κάνουν ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ένα πιάτο».

– Σε έναν νέο μάγειρα που σας έχει πρότυπο και ονειρεύεται να αποκτήσει τη γνώση σας, τις διακρίσεις σας και γενικά το επίπεδο της καριέρα σας, ποια θα ήταν η χρησιμότερη συμβουλή που θα του δίνατε;

«Σε ένα νέο παιδί, που επιθυμεί να ασχοληθεί με τον ιδιαιτέρως απαιτητικό χώρο της γαστρονομίας και δη της υψηλής, θα συνιστούσα να είναι προσηλωμένος στον στόχο του και να αφιερώσει πολύ χρόνο στην κατάρτισή του και τη βελτίωση της τεχνικής του. Επίσης, θα το συμβούλευα να μην θαμπώνεται από τα φώτα που τον τελευταίο καιρό συνοδεύουν το επάγγελμά μας και να συνειδητοποιήσει πως το έμφυτο ταλέντο μπορεί να καρποφορήσει μόνο μέσα από τη σκληρή δουλειά. Η καταξίωση είναι απόρροια των ανωτέρω».

– Μπορείτε να κάνετε μια πρόβλεψη για τις μελλοντικές γαστρονομικές τάσεις;

«Η μελλοντική τάση της γαστρονομίας είναι η εξασφάλιση της υψηλής ποιότητας της πρώτης ύλης. Και με τον όρο υψηλή ποιότητα, εννοώ την αγνότητα και τη γνησιότητα των πρώτων υλών. Το ιδανικό για ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας είναι να κατέχει και να διαχειρίζεται το ίδιο τις μονάδες παραγωγής των πρώτων υλών του, προκειμένου να διασφαλίζει την ποιότητα που επιθυμεί. Αυτή είναι η νέα τάση διεθνώς».

– Ο Paul Bocuse είχε πει πως «Ο σοβαρός μάγειρας δεν ακολουθεί ποτέ τις μόδες, γιατί μόνο το μοντέρνο μπορεί να γίνει ντεμοντέ». Συμφωνείτε πως η μόδα δεν έχει θέση στην κουζίνα;

«Ο κορυφαίος chef εννοούσε πως στην κουζίνα δεν έχουν θέση υλικά, τεχνικές και τολμηροί συνδυασμοί που έχουν ως μοναδικό σκοπό τον κενό εντυπωσιασμό και που δεν αποτελούν πραγματική έμπνευση και δημιουργία, διότι δε θα εξασφαλίσουν τη διάρκεια στον χρόνο. Δεν υποστήριζε μία μονολιθική γαστρονομία, αλλά επιθυμούσε η κάθε νεωτερικότητα να έχει λόγο ύπαρξης, να ξεφεύγει από τα όρια της εφήμερης μόδας και να εμπλουτίζει ουσιαστικά την τέχνη της γαστρονομίας. Υπό αυτή την έννοια, εννοείται πως συμφωνώ απολύτως μαζί του».

– Υπάρχει για τον chef ηλικία αποχώρησης από την κουζίνα του;

«Ο χώρος της υψηλής γαστρονομίας απαιτεί το να αφιερώνεις πολύ προσωπικό χρόνο, προκειμένου να έχεις την πλήρη εποπτεία του δημιουργήματός σου και να διασφαλίζεις την ποιότητα που επιθυμείς. Η πολύωρη, προσωπική ενασχόληση και η συνακόλουθη κόπωση υποθέτω πως είναι ο βασικός παράγοντας απομάκρυνσης από την ενεργό δράση».

– Ποια ήταν η πιο δυνατή στιγμή χαράς που νιώσατε στη δουλειά σας;

«Η πιο δυνατή στιγμή της πορείας μου ήταν όταν το 2013, μετά τον πρώτο χρόνο κατά τον οποίο διετέλεσα chef της Σπονδής, το San Pellegrino Taste Guide συμπεριέλαβε την Σπονδή στα 100 καλύτερα εστιατόρια στον κόσμο και βέβαια επιβεβαιώθηκε για ακόμα μία χρονιά η αξιολόγηση της Σπονδής με δύο αστέρια Michelin. Έκτοτε βιώνω συχνά ανάλογες στιγμές χαράς και αναγνώρισης και νιώθω πραγματικά πολύ ευτυχής».