
Μια νέα αμερικανική μελέτη, διαπίστωσε πώς η συμπτωματική λοίμωξη από τον ιό που ευθύνεται για τον επιχείλιο έρπη –απλός έρπης ή HSV-1– μπορεί να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Η θεραπεία όμως με αντιιικά φάρμακα, φαίνεται να συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης αυτού του τύπου άνοιας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θεραπεία για την καταστολή των συμπτωμάτων του έρπη μπορεί να έχει προστατευτική δράση.
Σήμερα, περίπου 35,6 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με άνοια, ενώ κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 7,7 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις.
Η νόσος του Αλτσχάιμερ αποτελεί το 60%–80% όλων των περιπτώσεων άνοιας, με το συνολικό κόστος για τη θεραπεία της να φτάνει τα 305 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2020.
Διάφοροι μολυσματικοί παράγοντες έχουν συσχετιστεί με την ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ, και ο πιο μελετημένος από αυτούς είναι ο HSV-1, ο οποίος μόλις το 2016 προσέβαλε πάνω από τα δύο τρίτα των ατόμων κάτω των 50 ετών σε όλο τον κόσμο.
Για να ρίξουν περισσότερο φως στον ρόλο του HSV-1 στη νόσο του Αλτσχάιμερ και στις πιθανές προστατευτικές επιδράσεις των αντιερπητικών φαρμάκων, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μεγάλο σύνολο δεδομένων στις ΗΠΑ (IQVIA PharMetrics Plus) για την περίοδο 2006-21.
Τα άτομα που διαγνώστηκαν με νόσο Αλτσχάιμερ αντιστοιχίστηκαν με βάση την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική περιοχή, το έτος εγγραφής στη βάση δεδομένων και τον αριθμό των επισκέψεων σε γιατρούς με άτομα χωρίς ιστορικό νευρολογικής νόσου.
Σχεδόν τα δύο τρίτα (65%) των ατόμων με νόσο Αλτσχάιμερ ήταν γυναίκες. Η μέση ηλικία τους ήταν 73 ετών και είχαν την τάση να παρουσιάζουν περισσότερες συνυπάρχουσες παθήσεις, οι οποίες αποτελούν όλες παράγοντες κινδύνου.
Συνολικά, 1.507 (λίγο λιγότερο από 0,5%) άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ είχαν διαγνωστεί με HSV-1 (0,44%) σε σύγκριση με 823 (λίγο λιγότερο από 0,25%) από εκείνους στην ομάδα ελέγχου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κίνδυνος νόσου Αλτσχάιμερ αυξήθηκε παράλληλα με την ηλικία. Ωστόσο, συνολικά, η πιθανότητα διάγνωσης έρπητα ήταν 80% υψηλότερη μεταξύ των ατόμων με νόσο Αλτσχάιμερ, αφού λήφθηκαν υπόψιν παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.
Μεταξύ των 2.330 ατόμων με ιστορικό λοίμωξης από επιχείλιο έρπη, 931 (40%) χρησιμοποίησαν αντιερπητικά φάρμακα μετά τη διάγνωση. Αυτοί είχαν 17% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσο Αλτσχάιμερ σε σύγκριση με όσους δεν χρησιμοποίησαν αυτές τις θεραπείες.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τον πιθανό ρόλο άλλων ιών του έρπητα, συμπεριλαμβανομένου του HSV-2, του ιού της ανεμοβλογιάς και του κυτταρομεγαλοϊού.
Τόσο οι λοιμώξεις από HSV-2 όσο και από τον ιό της ανεμοβλογιάς συσχετίστηκαν επίσης με αυξημένο κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ.
Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς ο HSV-1 και άλλοι νευροτροπικοί ιοί μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας, επισημαίνουν οι ερευνητές.
«Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι οι φλεγμονώδεις αλλοιώσεις στον εγκέφαλο που προκαλούνται από λοίμωξη από έρπη, είναι καθοριστικές για την ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ», εξηγούν.
«Έχει αναφερθεί ότι τα πεπτίδια βήτα αμυλοειδούς εναποτίθενται ως απόκριση στη λοίμωξη από ερπητοϊό και προστατεύουν τα κύτταρα του ξενιστή εμποδίζοντας τη σύντηξη του ιού με την πλασματική μεμβράνη, υποδεικνύοντας τον ερπητοϊό ως πιθανό παράγοντα κινδύνου για τη νόσο του Αλτσχάιμερ», προσθέτουν.
Το DNA του ερπητοϊού βρίσκεται επίσης στις χαρακτηριστικές πλάκες που δημιουργούνται στη νόσο Αλτσχάιμερ. Τα άτομα που φέρουν το αλληλόμορφο Ε4 της ApoE, τον πιο κοινό γενετικό παράγοντα κινδύνου για τη νόσο, είναι πιο ευαίσθητα στις λοιμώξεις από ερπητοϊό, σημειώνουν.
Πρόκειται για μελέτη παρατήρησης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα.
Οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι οι λοιμώξεις από απλό ερπητοϊό πριν από την ένταξη του ασθενούς στη βάση δεδομένων δεν ήταν γνωστές, πολλοί άνθρωποι με τη λοίμωξη δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να μην αναζητούν θεραπεία, παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τα ευρήματα.
Ωστόσο, τα ευρήματά τους συνάδουν με αυτά άλλων μελετών και υποδηλώνουν ότι «ενώ οι μοριακοί μηχανισμοί παραμένουν αδιευκρίνιστοι, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν έναν πιθανό ρόλο της αντιερπητικής θεραπείας στη μείωση του κινδύνου άνοιας».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMJ Open.