
Πιέσεις στην Τουρκία να θέσει τέλος στις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας ασκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου» που διαδραματίζει η Άγκυρα από τότε που άρχισε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κι ενώ στον αντίποδα η Ελλάδα επενδύει στην ενεργειακή συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Κατά τη χθεσινή συνάντηση του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς και του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο με τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, Χακάν Φιντάν, οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι «επισήμαναν το κάλεσμα του προέδρου Τραμπ προς όλους τους συμμάχους του NATO να σταματήσουν τις αγορές ρωσικής ενέργειας, ώστε να συνδράμουν στον τερματισμό του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία», όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η Τουρκία είναι τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικού αργού πετρελαίου μετά την Κίνα και την Ινδία, ενώ εισάγει μεγάλες ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου. Η συνεργασία εκτείνεται και στο πεδίο της πυρηνικής ενέργειας, καθώς η υπό κατασκευή μονάδα στο Ακούγιου είναι αποτέλεσμα διακρατικής ρωσοτουρκικής συμφωνίας και βασίζεται σε ρωσική τεχνολογία.
Πρόκειται για τη δεύτερη φορά σε διάστημα μόλις δύο μηνών που η Ουάσιγκτον πιέζει δημόσια την Άγκυρα να διακόψει τις εισαγωγές υδρογονανθράκων από τη Ρωσία, σε μία ξεκάθαρη ένδειξη της δυσαρέσκειας των ΗΠΑ με τη στάση της γειτονικής χώρας αλλά και της βούλησης της κυβέρνησης Τραμπ να στηλιτεύσει τη στρατηγική της Τουρκίας, η οποία λειτουργεί ως κόμβος παράκαμψης κυρώσεων που αποσκοπούν στην αποδυνάμωση της πολεμικής μηχανής της Μόσχας.
Η πρώτη «κατσάδα» ήρθε κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Τραμπ με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν στα τέλη Σεπτεμβρίου, στον Λευκό Οίκο. «Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει είναι να μην αγοράζει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία», σημείωσε τότε ο Αμερικανός ηγέτης. Οι πωλήσεις πετρελαίου, πετρελαιοειδών και αερίου αποτελούν παραδοσιακά πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού και κρίσιμη πηγή χρηματοδότησης του πολέμου στην Ουκρανία.