Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς θα μιλήσει με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, εντός των επόμενων εβδομάδων μετά από σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια.
Αυτό αναφέρεται σε δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Die Zeit που επικαλείται κυβερνητικές πηγές.
Το περιβάλλον του Σολτς εξετάζει το ενδεχόμενο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας ενόψει της Συνόδου Κορυφής της G20 που είναι προγραμματισμένη να γίνει τον ερχόμενο Νοέμβριο στη Βραζιλία.
Όπως διευκρινίζεται, μέχρι στιγμής, η Γερμανία δεν έχει καταθέσει οποιοδήποτε επίσημο αίτημα στη Ρωσία.
Εάν το πράξει, τότε ο Σολτς θα γίνει ο πρώτος Δυτικός ηγέτης (και μάλιστα της χώρας που προσφέρει τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία μετά τις ΗΠΑ) που θα επικοινωνήσει ξανά με τον Ρώσο πρόεδρο.
Η τελευταία επικοινωνία τους είχε γίνει τον Δεκέμβριο του 2022.
Ο Σολτς προσπαθεί να ανατρέψει την κατάρρευση της κυβέρνησής του, καθώς αναμένεται να υποβαθμιστεί και η πρόβλεψη για το ΑΕΠ της Γερμανίας, καθώς δεν αναμένεται καθόλου ανάπτυξη το 2024, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg.
Οι αξιωματούχοι στο Βερολίνο θα μειώσουν την πρόβλεψή τους για την ανάπτυξη το 2024 σε στασιμότητα, από 0,3% που προέβλεπαν προηγουμένως, στην καλύτερη περίπτωση.
Αυτό θα σήμαινε ένα ακόμη χαμένο έτος για μια οικονομία που έχει επιβαρυνθεί από την αδυναμία του βιομηχανικού της τομέα εν μέσω της διακοπής της παροχής του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου μετά την ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα χρόνια της κυβέρνησης Σολτς κανείς δεν έχει δει την οικονομία να αναπτύσσεται για δύο συνεχόμενα τρίμηνα από την ανάληψη των καθηκόντων της τον Δεκέμβριο του 2021.
Με τις εκλογές να απέχουν πλέον λιγότερο από ένα χρόνο, στενεύουν επίσης επικίνδυνα τα περιθώρια για να πετύχει κάποια ουσιαστική ανανέωση πριν πάει στους ψηφοφόρους, η δυσαρέσκεια των οποίων έχει ήδη εκδηλωθεί φέτος στις ψηφοφορίες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Η τελική εκτίμηση της κυβέρνησης για το 2024 μπορεί να είναι ακόμη πιο αδύναμη από τη μηδενική ανάπτυξη, ανάλογα με τα στοιχεία για τις βιομηχανικές παραγγελίες και την παραγωγή που θα ανακοινωθούν λίγο πριν από την ανακοίνωση της επικαιροποιημένης πρόβλεψης για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στις 9 Οκτωβρίου.
Μια σειρά κακών ειδήσεων, από την απειλή της Volkswagen να κλείσει εργοστάσια στη Γερμανία έως την απόφαση της Intel να αναβάλει την απόφαση για επένδυση ύψους 30 δισ. ευρώ (33,5 δισ. δολάρια) για ένα νέο εργοστάσιο κατασκευής τσιπ στα ανατολικά της χώρας, καταδεικνύουν ότι έρχονται πολύ άσχημες μέρες για την γερμανική οικονομία.
Μαζί με την αδύναμη ζήτηση από την Κίνα και λόγω της πιθανής επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Γερμανία οδεύει προς μια τέλεια καταιγίδα που θα μπορούσε να συμπιέσει ακόμη περισσότερο το ΑΕΠ.
Οι ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης θα έπλητταν τα φορολογικά έσοδα, γεγονός που θα μπορούσε να περιπλέξει περαιτέρω τις προσπάθειες του κυβερνητικού συνασπισμού να καλύψει το δημοσιονομικό κενό στο οικονομικό σχέδιο του 2025.