Τις επιπτώσεις των πολιτικών των «λαϊκιστών ηγετών» στις οικονομίες των χωρών εξετάζει κείμενο της «Deutsche Welle», που φέρνει σαν παραδείγματα τον τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, τον Χαβιέρ Μιλέι της Αργεντινής και τον πρώην πρόεδρο και εκ νέου υποψήφιο, Ντόναλντ Τραμπ, στις ΗΠΑ.
Οι λαϊκιστές συχνά παρουσιάζουν εαυτούς σαν υπερασπιστές του λαού στη μάχη με τις «ελίτ». Υπόσχονται στους πολίτες ευημερία αλλά και πως θα τους δώσουν λίγη από τη δύναμη αυτών των ελίτ. Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα; Τηρούν τις υποσχέσεις τους; Πώς επηρεάζει η οικονομική κατάσταση την άνοδό τους στην εξουσία;
Οι οικονομικές κρίσεις συχνά αποτελούν τον καταλύτη για την εκλογική επιτυχία των λαϊκιστών, σύμφωνα με καθηγητή του ινστιτούτου του Κιέλου. Σε τέτοιες εποχές, οι λαϊκιστές μπορούν να πείσουν ευκολότερα για το αφήγημά τους «του λαού εναντίον των ελίτ» και της «χρεοκοπίας των ελίτ». Η λογική πίσω από αυτή τη σκέψη είναι πως κάτι θεμελιώδες πρέπει να έχει πάει λάθος με το πολιτικό σύστημα που πυροδότησε την κρίση. Η ίδια λογική φέρνει τη συζήτηση και στα σκάνδαλα διαφθοράς τα οποία αποτελούν επίσης γόνιμο χώρο για τους λαϊκιστές. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατάφερε να τα κεφαλαιοποιήσει στην Ιταλία.
Παράλληλα τους βοηθά και η παγκοσμιοποίηση. Για παράδειγμα οι λαϊκιστές είναι πολύ πιο πετυχημένοι σε χώρες που έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον ανταγωνισμό με την Κίνα: Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανία έχει καταρρεύσει εξαιτίας των εισαγωγών από την Κίνα, οδηγώντας σε χαμένες δουλειές.
Εμπειρικά παρατηρείται ότι σε ανεπτυγμένες οικονομίες, οι λαϊκιστές τα πηγαίνουν καλύτερα μετά από απώλεια εισοδημάτων ή θέσεων εργασίας σαν αποτέλεσμα της εισαγωγής κεφαλαίου ή νέων τεχνολογιών. Ακόμα και ο φόβος για τέτοιες απώλειες μπορεί να είναι αρκετός για να αυξήσει την υποστήριξη των λαϊκιστών.
Όμως ο λαϊκισμός έχει βαθιές ρίζες και δεν μπορεί να εξηγηθεί μονοδιάστατα με όρους οικονομικής ανάπτυξης. Η οικονομία μάλιστα ίσως να μην είναι καν ο βασικός λόγος.
Από τη στιγμή που αναλαμβάνουν τα ηνία, οι λαϊκιστές συχνά αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους για μεγαλύτερη ευημερία των πολιτών. Η οικονομία, συνήθως, δεν καταρρέει τη στιγμή που οι λαϊκιστές αναδεικνύονται στην εξουσία, όμως χειροτερεύει μακροπρόθεσμα. Παίρνει περίπου 15 χρόνια, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των επιστημόνων, μετά την άνοδο λαϊκιστών ηγετών στην εξουσία, όταν το ΑΕΠ, μειώνεται κατά μέσο όρο 10 μονάδες, συγκρινόμενο με οικονομίες χωρών που δεν διοικούνται από λαϊκιστές.
«Αυτό σημαίνει ότι η αγοραστική δύναμη του κόσμου μειώνεται» λέει ο καθηγητής Τρεμπετς και συνεχίζει «και επιπλέον δεν βλέπουμε καμία βελτίωση ούτε στις ανισότητες».
Πολλά υποσχόταν και ο Ντόναλντ Τραμπ για την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο (2017-2021). Ωστόσο, όπως επισημαίνει στη Γερμανία η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Επιμόρφωσης (BPB), η αμερικανική οικονομία δεν παρουσίασε κάποια εντυπωσιακή βελτίωση. Απλώς, στα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,5% ετησίως, έναντι 2,4% στη θητεία του προκατόχου του, Μπαράκ Ομπάμα (2014-2017).
Επιπλέον, δε, ο Ομπάμα είχε καταφέρει να μειώσει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στο 3,1% του ΑΕΠ το 2016, ενώ ο Τραμπ το αύξησε και πάλι στο 4,6% του ΑΕΠ μέχρι το 2019. Ιδιαίτερα οι φοροαπαλλαγές ύψους τουλάχιστον 1,5 δισ. δολαρίων που ανακοίνωσε ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός το 2017, αποδείχθηκαν θείο δώρο για εισοδηματίες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και όχι για τον αμερικανικό λαό.
«Δεν είδαμε την οικονομία να καταρρέει επί Τραμπ, αλλά υπάρχουν έρευνες που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, χωρίς τον Τραμπ, η πορεία της οικονομίας θα ήταν ακόμη καλύτερη» συνοψίζει ο Κρίστοφ Τρέμπες. Σημειώνει, ωστόσο, πως ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός έμεινε στον Λευκό Οίκο μόλις τέσσερα χρόνια, ενώ «εμείς έχουμε παρατηρήσει ότι οι αρνητικές συνέπειες εντείνονται όσο παραμένουν οι λαϊκιστές στην εξουσία». Ως εκ τούτου, εκτιμά ο Γερμανός οικονομολόγος, «εάν επανακάμψει ο Τραμπ, θα πρέπει να αναμένουμε πολύ πιο δραστικά πολιτικά και οικονομικά μέτρα».
Η οικονομική πολιτική των λαϊκιστών έχει αρκετές ομοιότητες. Το αποτύπωμά τους δεν γίνεται εμφανές αμέσως, καθώς χρειάζεται χρόνος μέχρι να παρέμβουν σε θεσμικά όργανα, τράπεζες, δικαιοσύνη.
Όπως είχαν διακηρύξει προεκλογικά, οι λαϊκιστές αρχίζουν να κλείνουν τα σύνορα για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, αλλά και για τη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Αυξάνουν τις κρατικές δαπάνες και συσσωρεύουν χρέη, ακολουθώντας μια κατ’ αρχήν χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Αυτή η τάση παρατηρείται αυτή την εποχή και στην Αργεντινή του νεοεκλεγέντος προέδρου Χαβιέρ Μιλέι.
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι, ενώ οι λαϊκιστές εύκολα ανέρχονται στην εξουσία όταν η οικονομία παραπαίει, δύσκολα την αποχωρίζονται ακόμη και όταν ο κατήφορος της οικονομίας συνεχίζεται. Ο Κρίστοφ Τρέμπες θεωρεί πως πρόκειται για αριστοτέχνες της πολιτικής επιβίωσης, οι οποίοι, «άπαξ και βρεθούν στην εξουσία, θα αφήσουν το στίγμα τους για πολλά χρόνια, ακόμη και για δεκαετίες».