
Οι συντάξεις εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό οικονομικό πυλώνα για τους ηλικιωμένους, όπως επισημαίνεται στην έκθεση «Pensions at a Glance 2023» του ΟΟΣΑ.
Το 2022, η μέση ετήσια δαπάνη για συντάξεις γήρατος ανά δικαιούχο στην ΕΕ ήταν 16.138 ευρώ, δηλαδή περίπου 1.345 ευρώ τον μήνα.
Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με μέση δαπάνη που κυμαίνεται κοντά στις 13.000 ευρώ ετησίως, γεγονός που αντιστοιχεί σε περίπου 1.080 ευρώ τον μήνα.
Οι σκανδιναβικές χώρες, όπως η Νορβηγία και η Δανία, καταγράφουν συντάξεις άνω των 30.000 ευρώ, με το Λουξεμβούργο να πρωτοπορεί με 31.385 ευρώ.
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσά εντοπίζονται στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες των Βαλκανίων, με την Αλβανία να έχει μέση σύνταξη μόλις 1.648 ευρώ.
Η Ελλάδα σε σύγκριση με τις «Μεγάλες Τέσσερις» της ΕΕ
Σε σύγκριση με τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά.
Η Ιταλία διαθέτει τη μεγαλύτερη μέση σύνταξη (19.589 ευρώ), ακολουθούμενη από τη Γαλλία (18.855 ευρώ), την Ισπανία (18.100 ευρώ) και τη Γερμανία (17.926 ευρώ).
Αυτό σημαίνει ότι ένας Έλληνας συνταξιούχος λαμβάνει κατά 30% έως 50% λιγότερα από έναν Γάλλο ή Ιταλό συνταξιούχο.

Αγoραστική δύναμη και πραγματικό επίπεδο ζωής
Όταν εξετάζουμε τα στοιχεία σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS), οι διαφορές μεταξύ των χωρών μειώνονται. Ενώ σε ονομαστικούς όρους η αναλογία υψηλότερης προς χαμηλότερη σύνταξη στην ΕΕ είναι 8,8, σε όρους PPS η αναλογία πέφτει στο 3,5.
Για παράδειγμα, η Τουρκία, που σε ευρώ εμφανίζει χαμηλές συντάξεις, καταγράφει 8.128 PPS, υψηλότερα από αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ.
Η Ελλάδα, λόγω των υψηλών τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, εμφανίζει σημαντική απόκλιση ανάμεσα στην ονομαστική αξία των συντάξεων και την πραγματική αγοραστική δυνατότητα των συνταξιούχων.
Αυτό σημαίνει ότι, ενώ τα ποσά ενδέχεται να φαίνονται σχετικά ικανοποιητικά, το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων είναι αρκετά χαμηλότερο.
Το 2022, η μέση σύνταξη μειώθηκε σε μόνο τρεις χώρες της ΕΕ: την Τουρκία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση συνδέεται με τις πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και τη συνέχιση πολιτικών λιτότητας, παρά τις αυξήσεις στις τιμές καταναλωτή και τις ανάγκες των ηλικιωμένων.
Αντίθετα, η Βουλγαρία κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση (33%), υποδεικνύοντας ότι ακόμα και χώρες με χαμηλές αφετηρίες προχωρούν σε μέτρα στήριξης των ηλικιωμένων πληθυσμών τους.