
Στις 6 Ιανουαρίου 1931, η ανεύρεση ενός τεμαχισμένου πτώματος, τα μέλη του οποίου είχαν κλειστεί σε δύο δέματα, παρατημένα στην κοίτη του ποταμού Κηφισσού, θα συγκλόνιζε την ελληνική κοινωνία, που δεν ήταν συνηθισμένη σε τόσο φρικιαστικά εγκλήματα – ένα έγκλημα που θα έμενε στην ιστορία και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1931, τρεις κάτοικοι της συνοικίας Βυρσοδεψίων που διέσχιζαν τη λεωφόρο Ορφέως, παρατήρησαν κάτω από τη γέφυρα της Αγίας Τριάδος κοντά στο Βοτανικό δυο αρκετά μεγάλα και καλά συσκευασμένα δέματα, περιτυλιγμένα με βαμβακερό ύφασμα «χρησιμοποιούμενον συνήθως διά την κατασκευήν γυναικείων ενδυμάτων υπηρεσίας», όπως ανέφερε το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ την επομένη.
Τα ύποπτα δέματα κίνησαν την περιέργεια τους, χωρίς όμως να μπορούν να διανοηθούν το περιεχόμενο τους. Στο ένα από αυτά, ανάμεσα σε εφημερίδες και λευκά χαρτιά βρέθηκε περιτυλιγμένος ο κορμός ενός ανθρώπινου σώματος. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αστυφύλακας που περιπολούσε στην περιοχή, ενώ λίγη ώρα αργότερα έσπευσαν στο σημείο δύο ιατροδικαστές (οι Γεωργιάδης και Τρουπάκης), προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενο και του δεύτερου δέματος, ενώπιον πλήθος κόσμου που είχε συρρεύσει εν τω μεταξύ στο σημείο.
Σύμφωνα με την περιγραφή των εφημερίδων, το πτώμα ανήκε σε άνδρα ηλικίας 35-40 ετών, ύψους 1.72 έως 1.75, εύσωμης διάπλασης, επί του στήθους και επί της αριστερής παρειάς έφερε 13 αμυχές «δια νύσσοντος οργάνου», στο αριστερό φρύδι είχε τραύμα «δια πλατέως οργάνου», ενώ στο δεξί τράχηλο έφερε τραύμα «δια αιχμηρού οργάνου». Τα κάτω άκρα του πτώματος είχαν κοπεί «διά μεγάλης επιτηδειότητος» από χειρουργικό νυστέρι ή από μπαλτά, η μύτη του είχε στρεβλωθεί, ενώ έφερε και καθολικά εγκαύματα πρώτου βαθμού, καθώς οι δράστες επεχείρησαν να το κάψουν.
Αμέσως οι αρχές υποπτεύθηκαν ότι οι δράστες ήταν περισσότεροι του ενός, ενώ το πτώμα είχε ίχνη βασανισμού. Κατά τις ενδείξεις, ένας από τους δράστες κρατούσε το άγνωστο θύμα πισθάγκωνα και ο άλλος το βασάνιζε, κάτι που παρέπεμπε μάλλον σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί την οικογενειακή τραγωδία που θα αποκαλυπτόταν τις επόμενες ημέρες.
Καθώς η ταυτότητα του άνδρα παρέμενε άγνωστη, οι αρχές καλούσαν όποιον είχε αγνοούμενο πρόσωπο να το δήλωνε. Μάλιστα, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν στο Ιατροδικαστικό Εργαστήριο για ν’ αναγνωρίσουν το πτώμα, ενώ δεν έλειψαν και τα λάθη, όπως στην περίπτωση μιας γυναίκας που νόμιζε ότι το πτώμα ανήκε στον άνδρα της, που είχε εξαφανισθεί προ ημερών.
Μια μέρα μετά, 7 Ιανουαρίου, το μυστήριο της ταυτότητας του αγνώστου ανδρός είχε λυθεί. Επρόκειτο για τον εύπορο εργολάβο Δημήτρη (Μίμη) Αθανασόπουλο, με καταγωγή από το Γαρδίκι της Γορτυνίας, που κατοικούσε στην Καλλιθέα επί της οδού Θησέως 101. Ο πρώτος που τον αναγνώρισε ήταν ο ανθυπομοίραρχος Ν. Ταμπακόπουλος, φίλος του νεκρού, ο οποίος γνώριζε ότι ο Αθανασόπουλος είχε εξαφανιστεί προ τεσσάρων ημερών. Προς επιβεβαίωση της αρχικής του εντύπωσης, ο Ταμπακόπουλος επέστρεψε συνοδευόμενο από το γιατρό Καρτσώνη, ξάδερφο του θύματος, ο οποίος επιβεβαίωσε την ταυτότητα του, βάσει και ορισμένων ραμμάτων από εγχείριση στα πόδια του.
Σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 8 Ιανουαρίου, ο Αθανασόπουλος είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή, όμως δεν παρακολούθησε ποτέ του μαθήματα και προτίμησε ν’ ασχοληθεί εξ αρχής με τις εργολαβικές επιχειρήσεις. Ο έρωτας του με την 23χρονη Φούλα Κάστρου, η οποία καταγόταν από πλούσια οικογένεια και η εφημερίδα την περιέγραφε ως «νεοτάτη και ωραιοτάτη», ήταν σφοδρός από την εποχή ακόμα που εκείνη ήταν Αρσακειάδα. Από τον οχτάχρονο γάμο του, το ζευγάρι είχε αποκτήσει τρία παιδιά, το μικρότερο από τα οποία ήταν ακόμη αβάπτιστο!