Σάββατο 20 Απριλίου 2024 -

Ακρίβεια:Αρνητική πρωτιά της Ελλάδας στην ΕΕ - Πότε αναμένεται νέο κύμα αυξήσεων



Μπορεί οι Eλληνες καταναλωτές να έχουν νιώσει στο... πετσί τους τους τελευταίους μήνες τις μεγάλες ανατιμήσεις που έχουν περάσει στις τιμές της ενέργειας, των καυσίμων, αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων, ωστόσο, τα έως τώρα δεδομένα δείχνουν ότι ακόμα δεν έχουμε δει την κορυφή τους.Εάν λάβουμε υπόψη μας το αισιόδοξο σενάριο που κάνει λόγο για σταδιακή αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών στα εμπορεύματα, αλλά και των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία, πιθανότατα μέσα στη χρονιά θα ανακοπεί η ανοδική τάση του πληθωρισμού.

Αφού προηγηθεί ακόμη ένα ή δύο νέα κύματα ανατιμήσεων σε διάφορες προϊοντικές κατηγορίες, τουλάχιστον στη χώρα μας, η οποία έχει κινηθεί σε διαφορετικές ταχύτητες συγκριτικά με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εικόνα άλλαξε με το ξεκίνημα του 2022

Οπως ανέφερε πριν από λίγες ημέρες κορυφαίος παράγοντας του retail, οι προσπάθειες που κατέβαλαν στο ξεκίνημα του ανοδικού κύκλου τιμών στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, τόσο οι retailers, όσο και οι προμηθευτές, είχαν αποτυπωθεί τόσο στα ράφια, όσο και στους επίσημους δείκτες καταναλωτή, καθώς η Ελλάδα παρουσίαζε χαμηλότερους πληθωρισμούς τόσο σε σχέση με την Ευρωζώνη, όσο και με τις χώρες της ΕΕ συνολικά.

Ωστόσο, από το ξεκίνημα του 2022, οι περισσότερες εταιρείες μετακύλισαν στα προϊόντα τους μέρος του αυξημένου λειτουργικού κόστους, με αποτέλεσμα
η χώρα μας να μεγαλώνει μήνα-μήνα την ψαλίδα με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat, ενώ τον περασμένο Αύγουστο η χώρα μας εμφάνιζε πληθωρισμό (με βάση τους υπολογισμούς της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας) 1,2% έναντι 3% που ήταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης, τον Απρίλιο του 2022 υπήρξε αντιστροφή, με την Ελλάδα να έχει 9,1% ενώ η ζώνη του ευρώ 7,4%.

Ο πληθωρισμός σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ενωση

Μήνας

Ελλάδα

Μ.Ο. Ευρωζώνης

Μ.Ο. Ε.Ε.

Απρίλιος 2022

9,1

7,4

8,1

Μάρτιος 2022

8,0

7,4

7,8

Φεβρουάριος 2022

6,3

5,9

6,2

Ιανουάριος 2022

5,5

5,1

5,6

Δεκέμβριος 2021

4,0

5,0

5,3

Νοέμβριος 2021

4,0

5,2

4,9

Οκτώβριος 2021

2,8

4,1

4,4

Σεπτέμβριος 2021

1,9

3,4

3,6

Αύγουστος 2021

1,2

3,0

3,2

Πηγή: Eurostat

Δεν μπορούν να πουλάνε κάτω του κόστους

Είναι πλέον αντιληπτό ότι όσο και να υπάρχει πρόθεση από όλες τις πλευρές να απορροφηθεί μέρος του αυξημένου κόστους ενέργειας και πρώτων υλών από τους προμηθευτές, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση από την κυβέρνηση ή τους retailers να επιβληθεί η πώληση σε τιμές κάτω του κόστους. 

Ειδικότερα όταν οι αντοχές (βλ. ρευστότητα) πολλών μικρών και μεσαίων βιομηχανιών είναι περιορισμένες, ακόμη και παρά τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση. 

Η Ελλάδα ακολουθεί με... καθυστέρηση

Αυτό που έγινε στην Ελλάδα ήταν απλά να καθυστερήσουν να περάσουν οι αυξήσεις σε προϊόντα, κυρίως σε όποια υπήρχε δυνατότητα αποθεματοποίησης, αλλά οι αντιμήσεις να περνάνε πλέον από το ξεκίνημα της χρονιάς κατά κύματα. 

Το επόμενο κύμα αναμένεται από τον επόμενο μήνα, με τους ανθρώπους της αγοράς να ευελπιστούν σε ένα ακόμα, τελευταίο, από το ερχόμενο φθινόπωρο, με την προϋπόθεση, βέβαια, να έχει παγιωθεί μια πτωτική τάση στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων.

Σειρά στις αυξήσεις θα πάρουν εταιρείες οι οποίες, χάρη και στα αποθέματά τους, μπόρεσαν να καθυστερήσουν τις ανατιμήσεις, καθώς και αυτές που επηρεάζονται περισσότερο από το αυξημένο ενεργειακό κόστος και τις ακριβότερες πρώτες ύλες. 

Αυτές μπορεί να αφορούν από αυξημένο κόστος για ζωοτροφές (που αφορά κυρίως την κτηνοτροφία και τα παράγωγα αυτής προϊόντα) ή για αγορά σιτηρών (που αφορά π.χ. είδη άρτου, ζυμαρικά κλπ), μέχρι τις πιο ακριβές συσκευασίες (πχ. σε πλαστικό και γυαλί), οι οποίες ανεβάζουν το κόστος του τελικού προϊόντος (π.χ. αναψυκτικά, ποτά).

Σε κάθε περίπτωση, οι καταναλωτές συνεχίζουν να περιορίζουν τις αγορές τους, κάτι που φαίνεται και από το συρρικνωμένο καλάθι της νοικοκυράς.

Σύμφωνα με παράγοντες του retail, οι όγκοι πωλήσεων είναι σημαντικά μειωμένοι, σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό, ενώ και οι τζίροι είναι οριακά έστω χαμηλότεροι από πέρυσι, της τάξης του 1%-1,5%, παρά τις σημαντικές αυξήσεις που έχουν περάσει στα προϊόντα.