Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, με φόντο το μεγαλείο της φύσης



Το μυθιστόρημα «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

«Άλλο βάλτος κι άλλο έλος. Ο βάλτος είναι ένας τόπος φωτεινός, όπου χορτάρια φυτρώνουν στο νερό, και το νερό κυλά και γίνεται ένα με τον ουρανό. Αργοκίνητα ρυάκια φιδογυρνούν κουβαλώντας την τροχιά του ήλιου ίσαμε τη θάλασσα, και πουλιά μακρυκάνικα απογειώνονται με χάρη απρόσμενη –σαν να μην ήταν φτιαγμένα να πετούν- την ώρα που χίλιες λευκόχηνες κάνουν τον σαματά τους.         

Και κάπου στον βάλτο, εδώ κι εκεί, το έλος το αληθινό πάει και συναντά ύπουλους βούρκους κρυμμένους μέσα σε υγρά, πνιγηρά δάση. Τα νερά στο έλος είναι ακίνητα και σκοτεινά· νερά που καταπίνουν το φως στο λασπερό λαρύγγι τους.  Ακόμα και τα σκουλήκια που κανονικά βγαίνουν από τη γη τη νύχτα, σε τούτα τα λημέρια γίνονται ημερόβια. Υπάρχουν, βέβαια, και ήχοι, αλλά σε σύγκριση με τον βάλτο, το έλος είναι πολύ σιωπηλό, γιατί η αποσύνθεση είναι διεργασία που συντελείται σε κυτταρικό επίπεδο. Η ζωή σαπίζει και όζει και επιστρέφει στο βρεγμένο χώμα· ένας βρωμερός λάκκος όπου ο θάνατος γεννοβολά ζωή.   
      


 
 

Το πρωινό της 30ής Οκτωβρίου 1969, το πτώμα του Τσέις Άντριους κείτονταν μέσα στο έλος, που σε λίγο θα το κατάπινε σιωπηρά, αδιάφορα. Και θα το εξαφάνιζε οριστικά. Το έλος ξέρει τα πάντα για τον θάνατο, τον οποίο δεν βλέπει υποχρεωτικά σαν τραγωδία, και σίγουρα όχι σαν αμάρτημα. Το συγκεκριμένο πρωί, όμως, δυο αγόρια απ’ το χωριό πήγαν με τα ποδήλατά τους μέχρι το παλιό πυροφυλάκιο, και από την τρίτη στροφή της σκάλας εντόπισαν το τζην μπουφάν του Τσέις». 

 

Για χρόνια, οι φήμες για την Κάια, την Πιτσιρίκα του Βάλτου, έδιναν κι έπαιρναν στο Μπάρκλι Κόουβ, το ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Ευαίσθητη και έξυπνη, είχε καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχη, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους, παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα.       

Ο θάνατος του νεαρού Τσέις Άντριους  έκανε τις φήμες να φουντώσουν ακόμη περισσότερο. Ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, αν όχι εκείνο το αγριοκόριτσο που ζούσε μονάχο του στα βάθη του βάλτου; Αλλά την Κάια δεν την είχαν καταλάβει…

«Την πρώτη βδομάδα που ήταν μαζί, ο Τσέις άραζε στη λιμνοθάλασσα της Κάια σχεδόν κάθε μέρα μετά τη δουλειά του στα Αυτοκίνητα Ουέστερν, και οι δυο τους εξερευνούσαν απομακρυσμένα κανάλια χωμένα ανάμεσα στις βελανιδιές. Το Σάββατο το πρωί, την πήγε εκδρομή πιο βόρεια στην ακτή σ’ ένα μέρος όπου δεν είχε πάει ποτέ της, γιατί ήταν πολύ μακριά για το βαρκάκι της. Εδώ δεν είχε κανάλια και απέραντες εκτάσεις με χορτάρια όπως στον βάλτο της, αλλά μέσα από ένα καταπράσινο, ανοιχτό δάσος με κυπαρίσσια, κυλούσαν καθαρά νερά ως εκεί που έφτανε το μάτι της.  Εκτυφλωτικά λευκοί ερωδιοί και πελαργοί στέκονταν ανάμεσα στα νούφαρα και σε υδρόφιλα φυτά τόσο πράσινα που έμοιαζαν να λάμπουν. Χωμένοι ανάμεσα σε γόνατα κυπαρισσιών χοντρά σαν πολυθρόνες, έφαγαν σάντουιτς με τυρί και πιπεριές και τσιπς, χαμογελώντας πλατιά στις χήνες που γλιστρούσαν μέσα στα νερά, λίγο πιο πέρα από τα πόδια τους. […]    

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Τσέις και η Κάια περνούσαν τα απογεύματα τεμπελιάζοντας με τους γλάρους στην παραλία, ξαπλωμένοι στην άμμο που ακόμα κουβαλούσε τη ζεστασιά του ήλιου. Ο Τσέις δεν την πήγαινε στην πόλη, ούτε στο σινεμά ούτε σε χορούς· ήταν μόνο οι δυο τους, ο βάλτος, η θάλασσα κι ο ουρανός. Δεν την φιλούσε ποτέ, μόνο της έπιανε το χέρι ή την αγκάλιαζε απαλά από τους ώμους όταν είχε ψύχρα».


 
 

Το μυθιστόρημα είναι μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει.

«Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά.»