Παρασκευή 19 Απριλίου 2024 -

Ο φωτορεπόρτερ της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο θυμάται...



Απαθανάτισε ένα στιγμιότυπο που αποτυπώνει τη βιαιότητα μιας νοσηρής επταετίας. Κατέγραψε  ένα κομμάτι μιας σκοτεινής περιόδου. Κάθε χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου, οι προβολείς δικαίως στρέφονται και στον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, τον μοναδικό φωτορεπόρτερ που κατέγραψε μέσα από τον φακό του την στιγμή κατά την οποία το τανκ εφορμά για να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου.

Την εποχή εκείνη εργαζόταν για το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press, στην οδό Ακαδημίας 27.

Άκουσε έναν περίεργο θόρυβο από το γραφείο του την ημέρα της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και κουβαλώντας το μικρόβιο του ρεπόρτερ, βρέθηκε στο σημείο όπου διαδραματίστηκαν τα τραγικά περιστατικά. 

«Έχω καλύψει αρκετούς πολέμους, σε Ιράν, Ιράκ, Λιβύη, Αφρική, αλλά είναι τελείως διαφορετικό να φωτογραφίζεις την πατρίδα σου. Σε κυριεύουν διαφορετικά συναισθήματα. Έχω δει πολλούς νεκρούς, ένιωσα όμως ότι μέσα στο Πολυτεχνείο μπορεί να βρίσκεται κάποιος ανιψιός μου, γνωστός μου. Όλες οι οργανώσεις των φοιτητών είχαν γίνει ένα, ενάντια στον φασισμό. Κατάλαβα ότι ήταν αποφασισμένοι», δηλώνει στο in.gr o κ. Σαρρηκώστας ανακαλώντας όλες εκείνες τις στιγμές που έζησε σε μια Αθήνα η οποία έμοιαζε με καζάνι που βράζει. 

Καθώς διηγείται την ιστορία του υπογραμμίζει τις ανακρίβειες που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σχετικά με το τανκ που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου. 

«Μερικοί λένε ότι το τανκ έπεσε μαλακά πάνω στην πόρτα. Με όλη του τη δύναμη όμως έπεσε πάνω στην πύλη και την γκρέμισε με τη δεύτερη προσπάθεια εκτινάσσοντάς την δέκα μέτρα μέσα. Δεξιά και αριστερά, στα κολονάκια πάνω, βρίσκονταν παιδιά και ακριβώς πίσω μια μαύρη Mercedes, ενός πρυτάνεως. Μεταξύ του αυτοκινήτου και της πόρτας βρισκόταν πολύς κόσμος. Πολλοί με ρωτούν εάν είδα νεκρούς. Πρόλαβαν, αναρωτιέμαι, να βγουν όλοι από το σημείο εκείνο;», δηλώνει για να μιλήσει για την συνέντευξη που έδωσε ο λοχίας που βρισκόταν πάνω στο τανκ.

«Είναι αστείο να κάνουμε διάλογο μαζί του. ''Ανοίξαμε δρόμο, δεν πήγαμε να ρίξουμε την πόρτα'', είπε». 

Πριν την κρίσιμη ημέρα της 17ης Νοεμβρίου του 1973, ο κ. Σαρρηκώστας θυμάται, στα 80 του πλέον χρόνια, τα πρώτα του βήματα στον χώρο της φωτογραφίας. Σε ταραχώδεις καιρούς κατάφερε να δώσει τη δική του απάντηση στη λογοκρισία και να χαράξει μια διαδρομή μακριά από αρρωστημένες λογικές. 

Ως παιδί ήθελε να εργαστεί ως μηχανικός πλοίων. Όταν όμως γνώρισε τον χώρο του φωτορεπορτάζ γοητεύτηκε τόσο που αφοσιώθηκε για τρεις δεκαετίες στο συγκεκριμένο επάγγελμα. 

«Τυχαία μπήκα στο επάγγελμα. Στην προσπάθειά της η μητέρα μου να με κρατήσει στην Ελλάδα, καθώς έλειπα έξι περίπου χρόνια σε Βραζιλία και Αμερική, μου βρήκε δουλειά σε γραφείο φίλου της φωτογράφου. Ετοίμαζα τότε τα χαρτιά μου για να φύγω. Όταν μου προτάθηκε η δουλειά παρακάλεσα τον διευθυντή να πει στην μητέρα μου ότι δεν είμαι καλός» θυμάται. 

Χωρίς να μπορεί να διαγράψει από τη μνήμη του την έντονη λογοκρισία της δικτατορικής περιόδου, αναφέρει: «Η λογοκρισία ήταν έντονη. Δεν με κακομεταχειρίστηκαν όμως όσο άλλους συναδέλφους. Δεν θα ξεχάσω συνάδελφό μου, φωτορεπόρτερ στην Αυγή, που είχε φάει πολλή ξύλο. Κι εμένα με είχαν καλέσει για φωτογραφίες που δεν τους άρεσαν. Πήγαινα στους λοχαγούς τη φωτογραφία που ήθελαν να δουν, αλλά έστελνα διαφορετική αργότερα στο εξωτερικό. Στην πορεία μας είπαν να ασκούμε λογοκρισία στον εαυτό μας χωρίς να δείχνουμε τις φωτογραφίες σε πρόσωπα του καθεστώτος, αλλά εάν έβλεπαν ''ακατάλληλη'' φωτογραφία, θα μας περίμεναν στη γωνία».

Ο κ. Σαρρηκώστας δεν αφήνει έξω από τη διήγησή του τον βρετανό δημοσιογράφο που προσπαθούσε να γλιτώσει τα βασανιστήρια. 

«Νεαρός βρετανός που εργαζόταν στο BBC και βρισκόταν στην Ελλάδα προσπαθούσε να κρυφτεί στα γραφεία του Associated Press γιατί θα τον συλλάμβαναν επειδή έγραψε κάτι εναντίον της Χούντας. Τον έκρυβα επί δύο ώρες στο χημείο, στον σκοτεινό θάλαμο» δηλώνει αναμοχλεύοντας. 

«Με το πέρασμα του χρόνου τα βασανιστήρια γίνονταν όλο και πιο σκληρά. Φωτογράφισα τον Γκάμπο του ΚΚΕ σπίτι του με τα εγκαύματα από τα τσιγάρα. Οι αστυνομικοί κρατούσαν καδρόνια για να μπορούν να χτυπούν τους διαδηλωτές. Στις 16 Νοεμβρίου η Αθήνα έμοιαζε με καζάνι που βράζει. Τη φωτογραφίζαμε, από την Ομόνοια μέχρι τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Παντού υπήρχαν διαδηλωτές. Κατά τις 17:30 σκοτείνιαζε και εθεωρείτο προβοκάτσια να τραβάς φωτογραφία με φλας αστυνομικό τη στιγμή που χτυπά φοιτητή, ήταν πολύ επικίνδυνο, θα μου έσπαγαν το κεφάλι. Υπήρχαν παντού ελεύθεροι σκοπευτές. Το τριήμερο εκείνο (15 – 17 Νοεμβρίου), σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, οι νεκροί ξεπέρασαν τους 110, οι περισσότεροι εκ των οποίων σκοτώνονταν τα βράδια», τονίζει για να περάσει στην ημέρα που κατέχει ξεχωριστή θέση στην ελληνική ιστορία. 
«Την 17η Νοεμβρίου βρισκόμουν στο πρακτορείο, στην οδό Ακαδημίας 27, όταν άκουσα έναν θόρυβο. Κάλεσα τον προϊστάμενό μου να ακούσει και ο ίδιος τι συμβαίνει και μου είπε: ''Oh shit man, tanks (Είναι τάνκς, να πάρει)''».

»Ετοίμασα τις μηχανές μου για να φωτογραφίσω. Πρότεινα και στον διευθυντή να έρθει μαζί μου για να γράψει για το γεγονός. Μαζί ξεκινήσαμε. Είχε το αυτοκίνητό του σταθμευμένο στην οδό Ακαδημίας και ως ξένος ανταποκριτής είχε δικαίωμα να φέρει ξένες πινακίδες. Κατείχε μια λαδί Jaguar , μπήκαμε σε αυτή και κατεβήκαμε την οδό Αμερικής. Πέσαμε πάνω στη φάλαγγα. Εκείνη την ώρα τα τανκς ήταν τέσσερα – πέντε μεγάλα και μπροστά και πίσω μικρότερα. Στην προσπάθειά μας να τα ακολουθήσουμε βρήκαμε έναν χώρο ανάμεσα σε δύο τανκς και μπήκαμε στη φάλαγγα, με κίνδυνο όμως να μας πατήσουν.»

»Φθάνοντας στα Προπύλαια, μας πλησιάζει αστυνομικός και μας προτάσσει, μετά από βωμολοχίες, το περίστροφό του. Ψύχραιμος εγώ, κατεβάζω το παράθυρο, βάζω το χέρι μου μπροστά από το στόμα και του λέω ''σσσ'', να σωπάσει δηλαδή. Έπιασε. Ο αστυνομικός, που βρισκόταν ενάμιση μέτρο μακριά μου, δεν έβλεπε τις μηχανές γιατί τις είχα κρύψει στα πόδια μου. Είδε δύο νεαρούς με κομμένα μαλλιά, αμερικανικό στιλ, και σίγουρα μας πέρασε για πράκτορες της CIA ή κάτι παρεμφερές. Eίχαμε και ξένες πινακίδες, οπότε μας είπαν να πορευτούμε προς τα δεξιά και φύγαμε. Έτσι φτάσαμε στην οδό Πατησίων, 80 μέτρα μακριά από την πόρτα του Πολυτεχνείου. Κατεβήκαμε κάτω, δεν κρυβόμουν είχα δύο μηχανές». 

»Φορούσα το φωτογραφικό μου γιλέκο. Προχωρήσαμε και σταθήκαμε στην Στουρνάρη και Πατησίων, γωνία με το Πολυτεχνείο. Δεν κυκλοφορούσε κανείς γύρω από το σημείο, υπήρχαν μόνο αστυνομικοί, πολλοί από τους οποίους γνωστοί που χτυπούσαν τον κόσμο ανηλεώς. Τους βλέπαμε καθημερινά. Μόλις έβλεπαν πέντε με έξι παιδιά, τα χτυπούσαν. Άρχισα, λοιπόν, να φωτογραφίζω δειλά – δειλά χωρίς φλας, με τις τότε μηχανές. Δεν υπήρχε άλλος φωτισμός για να φωτογραφήσουμε παρά μόνο οι λάμπες της οδού Πατησίων», αναφέρει και μιλώντας για τη φωτογραφία που άφησε εποχή δεν ξεχνά να αναφερθεί στους ελιγμούς στους οποίους προέβη.

«Μόλις πήρα θέση στη γωνία για να φωτογραφίσω, έρχεται ένας αστυνομικός διευθυντής, τον οποίο αναγνώρισα από τις διαδηλώσεις. Όταν με είδε με τις μηχανές, μου λέει με το γνωστό αστυνομικό ύφος :''τι κάνεις εσύ εδώ;''. Του απάντησα ότι ήθελα να βγάλω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο μου. Στη συνέχεια, μου είπε: ''Κάθισε εδώ, θέλω να σε βλέπω, να σε επιτηρώ''. Εν τω μεταξύ οι άλλοι αστυνομικοί νόμιζαν ότι είμαι δικός τους και έτσι έμεινα εκεί μέχρι τις 12 π.μ. Τραβούσα καρέ, τα έδινα στον διευθυντή μου και τα έβαζε στην τσέπη του για να μην χαθούν. Όταν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, του είπα να φύγει ώστε να διασωθούν οι φωτογραφίες που είχα τραβήξει. Εγώ έμεινα. Έμεινα μέχρι την κρίσιμη στιγμή, μέχρι τις 02:55 περίπου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα έζησα τρομερές στιγμές». 

»Ήταν συγκινητικό να βλέπεις τους φοιτητές στα παράθυρα του Πολυτεχνείου να αντιμετωπίζουν τα κανόνια σε απόσπαση ενός μέτρου από το στήθος τους. Ανάμεσα στα συνθήματα που ακούστηκαν: ''Είμαστε Έλληνες, είμαστε αδέλφια. Μην πιστεύετε τους προδότες''. Είδα το κανόνι του τανκ που βρισκόταν έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου να στρέφεται προς την άλλη μεριά. Προφανώς το έκαναν για να μην χτυπήσει στα κάγκελα. Έπειτα το τανκ έκανε όπισθεν. Ανέβηκε πάνω στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου Ακροπόλ, το οποίο είναι ακριβώς απέναντι, και με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη».

»Με όλη του τη δύναμη το τανκ έπεσε πάνω στην πύλη. Με το χτύπημα του τανκ στην πόρτα, έφυγα από τη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων και πήγα στο μέσον της οδού Πατησίων για να έχω μια καλύτερη οπτική γωνία. Να φαίνεται, δηλαδή, η μπούκα του κανονιού που εξείχε από την τοίχο του. Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ. Είδα να έρχονται κατά πάνω μου τρεις αστυνομικοί. Ένας από αυτούς σήκωσε το καδρόνι να με χτυπήσει, αλλά απέφυγα το χτύπημα - έπαιζα και μποξ πολλά χρόνια. Άκουσα πολλούς πυροβολισμούς», αφηγείται ο φωτορεπόρτερ χωρίς να ξεχνά το δράμα που έζησε. Εξηγεί πώς κατάφερε να μιλήσει μέσα από ντοκουμέντα. 

«Δεν θα ξεχάσω το στιγμιότυπο που το κεφάλι ενός φοιτητή είχε ανοίξει. Μια κοπέλα έπεσε επάνω του για να τον καλύψει ώστε να μην φάει άλλο ξύλο. Και την κοπέλα όμως την άφησαν αναίσθητη. Μέχρι τις έξι το πρωί έστελνα φωτογραφίες στο εξωτερικό. Ο νους μου ήταν να πάω πίσω να δω τι έγινε. Η ατμόσφαιρα είχε ποτίσει από καπνογόνο. Έβαλα βαζελίνη και λεμόνι στα μάτια, πλησίασα το Πολυτεχνείο, εκείνη την ώρα αστυνομικοί και πυροσβέστες με μάνικες καθάριζαν το χώρο εντός και εκτός Πολυτεχνείου. Πρόλαβα να δω πουκάμισα ματωμένα, παντελόνια πεταμένα και πολλά άλλα», καταλήγει.