Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Μεταφέρεται στην Γλυπτοθήκη η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά



Η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά που σκεπάζει τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών πρόκειται να μεταφερθεί οριστικά στη Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης, στο 'Αλσος Στρατού, στην περιοχή Γουδή.

Το θρυλικό επιτύμβιο άγαλμα του Χαλεπά χρειάζεται άμεση συντήρηση κι αυτός είναι ο λόγος της μεταφοράς του, σύμφωνα και με την επιθυμία των κληρονόμων του καλλιτέχνη. Στη θέση του πρωτότυπου έργου θα τοποθετηθεί ένα αντίγραφο υψηλών προδιαγραφών.

Ποιος ήταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά.
 
 
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.

Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών, το 1873 έφυγε για το Μόναχο, και το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. 

Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό και καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του.

 
Το 1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε.

Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.

Τελικά, αφού αναγνωρίστηκε η αξία του, το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».