Παρασκευή 01 Νοεμβρίου 2024 -

Ο Ν.Αναστασιάδης ενημέρωσε τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών για το Κυπριακό ζήτημα


O Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε, πως, αν η εμμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι να συζητηθούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), καλό είναι να αλλάξει τις θέσεις της.
 
Σημείωσε ότι το καλύτερο ΜΟΕ είναι όπως μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις η άλλη πλευρά δείξει σεβασμό στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων.
 
Μιλώντας σε φοιτητές και καθηγητές του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τους οποίους δέχθηκε χθες στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης προέβη σε μια εκτενή ιστορική αναδρομή για το Κυπριακό.
 
Όπως είπε, εδώ και 42 χρόνια διεξάγεται ένας διακοινοτικός διάλογος με την αδυναμία εξεύρεσης λύσης ως αποτέλεσμα της τουρκικής αδιαλλαξίας. «Οι εμμονές, οι τουρκικές θέσεις» είπε «είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν, παρά τη βούληση της ελληνοκυπριακής πλευράς, να εξευρεθεί μια βιώσιμη, λειτουργική λύση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ελπίζουμε για το μέλλον».

Πρόσθεσε ότι, παρά την πρόοδο, υπήρχαν, ωστόσο, και διαφορές, αλλά υπήρχε και η ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επιδεικνυόταν λογική ώστε, πέραν από τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, κατά ανάλογο τρόπο θα αντιμετωπίζονταν και οι ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων.

«Ήταν βασική αρχή των συνεννοήσεων μας ότι οποιαδήποτε λύση θα έπρεπε να είναι ισοζυγισμένη, να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες και τις προσδοκίες και των δύο κοινοτήτων και να μην παραγνωρίζει ποτέ το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με δεδομένο ότι είχε συμφωνηθεί ότι η Κύπρος θα παραμείνει μέλος της ΕΕ και έτσι θα πρέπει να πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις που υποχρεούνται να ακολουθήσουν τα κράτη μέλη», σημείωσε ο Κύπριος Πρόεδρος.

Πρόσθεσε ωστόσο ότι «δυστυχώς στην πορεία του χρόνου, η τουρκική επιρροή δημιούργησε μια διαφορετική στάση και του Τουρκοκύπριου ηγέτη, και είναι με πολλή λύπη και απογοήτευση που το λέω, με αποτέλεσμα στο τραπέζι να προβάλλονται θέσεις που ουδόλως εξυπηρετούν είτε την ελληνοκυπριακή είτε την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά κατά κύριο λόγο στοχεύουν να καταστήσουν την Τουρκία ρυθμιστή των όσων θα αποφασίζονται από την κυπριακή Κυβέρνηση».

Ο Ν. Αναστασιάδης  αναφέρθηκε στη συνέχεια στα γεγονότα που οδήγησαν στις συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν και στη διάσκεψη για την Κύπρο στη Γενεύη και στα όσα είχαν διαδραματιστεί εκεί.

Όπως είπε, στη Γενεύη η τουρκοκυπριακή στάση, υπαγορευόμενη από την Τουρκία, παρέμεινε το ίδιο αδιάλλακτη όπως και στις συνομιλίες που προηγήθηκαν στο Μοντ Πελεράν.
Αναφερόμενος στα πρόσφατα γεγονότα, ο Κύπριος Πρόεδρος είπε ότι μετά τη Γενεύη «επανήλθαμε στην Κύπρο. Πρότεινα ότι οι δυσκολίες διαφαίνονται να προκαλούνται από το δημοψήφισμα στην Τουρκία και ως εκ τούτου θα μπορούσε να επιβραδυνθούν οι συναντήσεις των ηγετών, να συνεχίσει ο διάλογος με τους διαπραγματευτές μέχρι που να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες στην Τουρκία, έτσι ώστε η Τουρκία, απαλλαγμένη από τις οποιεσδήποτε προσπάθειες για επιτυχία στο δημοψήφισμα, να είναι σε θέση να εκδηλώσει τις προθέσεις της» και η απάντηση του κ. Ακιντζί ήταν ότι δεν επηρεάζονται οι συνομιλίες από το δημοψήφισμα. «Βεβαίως, το αντίθετο αποδείχθηκε».

Ανέφερε ότι με τους κανονισμούς της Βουλής σε σχέση με το ενωτικό δημοψήφισμα κρίθηκε από τον κ. Ακιντζί ότι του δινόταν η ευκαιρία να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρά την ομόφωνη ανακοίνωση του Εθνικού Συμβουλίου δύο μέρες μετά την απόφαση της Βουλής και η οποία αναφερόταν σε διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
«Θεώρησα ότι θα ήταν επαρκές για τον κ. Ακιντζί. Δυστυχώς έκρινε ότι θα μπορούσε να ταπεινώσει την ελληνοκυπριακή πλευρά, αξιώνοντας ότι θα είχα υποχρέωση να διορθώσω το λάθος. Επεξήγησα ότι στα συνταγματικά καθήκοντα δεν διαλαμβάνεται η αναπομπή ή αναφορά στο δικαστήριο κανονισμών διότι είναι δευτερογενής νομοθεσία. Την ίδια ώρα του είπα ότι δεν αντέδρασε και ούτε διέκοψε τον διάλογο η ελληνοκυπριακή πλευρά για τους εορτασμούς στα κατεχόμενα για την ημέρα της εισβολής και της ανακήρυξης του ψευδοκράτους ούτε για τη σύνδεση κατεχομένων-Τουρκίας για την προμήθεια νερού ούτε όταν επιβαλλόταν από πλευράς Τουρκίας γραφείο παιδείας και θρησκευμάτων ούτε για το θέμα της διαφοράς ώρας στα κατεχόμενα ούτε για τη σημαία στον Πενταδάκτυλο. Παρά ταύτα μένουμε στον διάλογο διότι ευελπιστούμε ότι θα υπάρξει η προοπτική προόδου», είπε.

Ο Κύπριος Πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στην πρόταση του για το τρίπτυχο με τις θέσεις των δύο πλευρών και τις διαφορές που υπαρχουν, σημειώνοντας ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόταση αυτή.

Αναφέρθηκε ακόμη στο αίτημα της τουρκικής πλευράς για τις τέσσερεις ελευθερίες και είπε, μεταξύ άλλων, ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε «κατάληψη της Κύπρου με ειρηνικά μέσα».
Άλλη παράλογη αξίωση, είπε ο Πρόεδρος, είναι αυτή και στο θέμα της συμμετοχής στα όργανα λήψης αποφάσεων. «Κάτι τέτοιο θα παρέλυε το κράτος», σημείωσε.
«Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με εμμονή να παραμείνουν τα επεμβατικά, εγγυητικά δικαιώματα, η κατάσταση βρίσκεται σε μια κρίσιμη πλέον καμπή η οποία, ελλείψει μάλιστα διαλόγου, δυσχεραίνει, δυστυχώς, τις προσπάθειες που ειλικρινώς έχουμε καταβάλει προκειμένου να εξευρεθεί λύση», πρόσθεσε ο Κυπριος Πρόεδρος.
Σημείωσε ότι προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση έγιναν διάφορες προσπάθειες και υπήρξαν πρωτοβουλίες από πολιτικούς ηγέτες και την Κυριακή διοργανώνεται αύριο Κυριακή ένα κοινωνικό δείπνο από τα Ηνωμένα Έθνη μεταξύ του ιδίου και του κ. Ακιντζί.
«Η θέση του Ακιντζί είναι ότι στο δείπνο πρέπει να συζητήσουμε ΜΟΕ και όχι ουσίας και ότι δεν είναι διατεθειμένος να εμπλακεί σε διάλογο ουσίας αν η Βουλή δεν διορθώσει το σφάλμα. Δηλαδή να έρθει η Βουλή να αυτοαναιρεθεί», είπε ο Πρόεδρος της Κύπρου.

Όπως είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, αυτό «αποδεικνύει την υποκριτικότητα της άλλης πλευράς - και δεν υπεραμύνομαι της απόφασης της Βουλής που είναι παντελώς άτυχη, δεν χρειαζόταν - αύριο θα γιορτάσουμε με πανηγυρισμούς την ένοπλη εξέγερση και αυτό δεν τους ενοχλεί. Και το έχω πει στον Ακιντζί, η οποία (εξέγερση) οδήγησε στο να έχουν υπερπρονόμια οι Τουρκοκύπριοι. Και απάντησε ότι αυτό το βρήκε όταν ανέλαβε και ως εκ τούτου δεν αντέδρασε. Γιατί αντιδρά τώρα;»
Πρόσθεσε ότι «ουδέποτε οποιοσδήποτε των πολιτικών έκανε λόγο ή αναφορά ότι στόχος είναι η ένωση».
Επεσήμανε ωστόσο ότι «αυτό που έχει σημασία είναι τί γίνεται την Κυριακή. Αν η πρόθεση του Ακιντζί είναι να συζητούμε ΜΟΕ (αυτό) δείχνει παντελή έλλειψη ή συνείδηση του πόσο έχουμε πληγώσει και Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους».
Εξήγησε ότι οι βεβιασμένες κινήσεις - όπως από ελληνοκυπριακής πλευράς τονιζόταν ότι ήταν – για να γίνουν Σύνοδοι στο εξωτερικό, ότι βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο, τη στιγμή που γνωρίζαμε ότι υπάρχουν προβλήματα, αλλά και η αποτυχία να πετύχουμε πρόοδο, στο μόνο που οδήγησε ήταν «στην απογοήτευση των όσων ένιωθαν έντονα την ανάγκη, και ήταν πιστεύω η συντριπτική πλειοψηφία, να βρεθεί λύση".
Πρόσθεσε ότι "αν η εμμονή είναι να συζητήσουμε ΜΟΕ, καλό είναι επιτέλους να αλλάξουν τις θέσεις τους», σημειώνοντας ότι το καλύτερο ΜΟΕ είναι μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις να δείχνουν σεβασμό στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων. «Δεν είναι δυνατόν ο κατακτητής να ζητεί να διατηρεί στρατεύματα στην κατακτηθείσα χώρα και να λέει ότι τα αφήνει για να εγγυάται την ασφάλεια», πρόσθεσε ο κ. Αναστασιάδης.
«Αν εκείνοι θέλουν προστασία και εμείς ανταποκρινόμαστε στις έγνοιες τους, οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν να προστατευτούν;», διερωτήθηκε ο Κύπριος Πρόεδρος.

Τέλος, ο Πρόεδρος της Κύπρου Δημοκρατίας ανέφερε: «Θέλω να καταστήσω σαφές ότι ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη βούληση και την επιθυμία μου για ειλικρινή διάλογο και λύση. Στην πολιτική μου διαδρομή και πορεία που ακολούθησα το έχω αποδείξει εμπράκτως. Την ίδια ώρα θέλω να καταστήσω ξεκάθαρο ότι δεν είμαι διατεθειμένος να παρουσιαστεί ενώπιον του κυπριακού Ελληνισμού ένα σχέδιο που θα είναι υποχρεωμένος να απορρίψει λόγω των άδικων προνοιών που θα εμπεριέχει, που θα δημιουργεί ένα δυσλειτουργικό κράτος, ένα υβρίδιο εν τη ουσία που δεν θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του ως κράτος μέλος της ΕΕ, που θα δέχεται παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή διακρίσεις τέτοιες που να καθιστούν ή να μετατρέπουν τη λεγόμενη πολιτική ισότητα σε εν τη ουσία δικαίωμα των ολιγάριθμων να διοικούν τους πολυάριθμους».