Πάνω από 600 πρόσφυγες και μετανάστες στο Αμβούργο, από τη Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν και το Ιράν, τον τελευταίο χρόνο, σε σύντομες τελετές, με την ευλογία πάστορα, βαπτίστηκαν χριστιανοί. Μια διαδεδομένη πλέον τελετή, την οποία ακολουθούν μουσουλμάνοι, για πολλούς λόγους.
Ανάλογη η εικόνα και στο Βερολίνο όπου και εκεί, ολοένα και περισσότεροι μουσουλμάνοι πρόσφυγες θέλουν να αλλάξουν θρήσκευμα. Μέχρι στιγμής στην Κοινότητα της Αγίας Τριάδας της γερμανικής πρωτεύουσας 185 πρόσφυγες έχουν ασπαστεί τον χριστιανισμό και ακολουθούν μαθήματα κατήχησης.
Ο Gottfried Martens, πάστορας στην Ευαγγελική εκκλησία της Αγίας Τριάδας, σε περιοχή του Βερολίνου, δηλώνει ότι μέσα σε διάστημα δύο ετών είδε το ποίμνιό του να αυξάνεται θεαματικά. Πριν δύο χρόνια η ενορία του Martens αριθμούσε 150 πιστούς και σήμερα ο πάστορας μπορεί να καυχιέται ότι έχει ποίμνιο 600 πιστών, σε μια εποχή που το εκκλησίασμα στις ενορίες της Γερμανίας μειώνεται.
Σύμφωνα με τον πάστορα Αλβέρτο Μπαμπαγιάν, πολλοί είναι οι λόγοι που οδηγούν τους πρόσφυγες να αλλάξουν θρήσκευμα. «Πολλοί λένε ότι είναι απογοητευμένοι από το Ισλάμ», λέει χαρακτηριστικά. Ο Βενιαμίν, ένας 25χρονος Ιρανός που βαφτίστηκε χριστιανός αναφέρει: «Ήδη από την εποχή που ζούσα στο Ιράν είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για άλλες θρησκείες.
Και κάπου διερωτήθηκα: γιατί ως μουσουλμάνος πρέπει να ζω συνεχώς με φόβο;» Για άλλους πάντως ο ασπασμός του χριστιανισμού είναι απλώς η οδός για να λάβουν πιο γρήγορα άσυλο στην Ευρώπη, όταν μάλιστα ενώπιων των αρμόδιων αρχών επικαλούνται ότι κάτι τέτοιο στις πατρίδες τους μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. Πράγματι, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Χορήγησης Ασύλου, (BAMF) η επίκληση από τον αιτούντα λόγων ποινικής δίωξης στη χώρα του εξαιτίας του θρησκεύματός του συνεκτιμάται από την αρμόδια επιτροπή και οδηγεί στην παροχή ασύλου. Συχνά λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: η βάπτιση μουσουλμάνων προσφύγων γίνεται πράγματι για λόγους πίστης ή μήπως για την επίσπευση της διαδικασίας παροχής ασύλου; Οι απόψεις διίστανται.
Για την Εκκλησία, από θεολογική και ποιμαντική σκοπιά, η βάπτιση προσφύγων και μεταναστών ως χριστιανών είναι ένα ευτυχές γεγονός που συμβαδίζει με τις αρχές της πίστης. Μετά όμως από μια τέτοια βάπτιση η εκκλησία αναλαμβάνει επίσης και μια επιπρόσθετη ευθύνη έναντι της γερμανικής διοίκησης. Πολύ συχνά στις ακροάσεις παροχής ασύλου είναι δυνατό να ζητηθεί από τους πάστορες που βάπτισαν τον εκάστοτε αιτούντα να παραστούν ως μάρτυρες ενώπιων των αρμόδιων αρχών.
Οι Γερμανοί ιερωμένοι καλούνται να δώσουν κάποιες βασικές πληροφορίες για τους αιτούντες άσυλο, όπως για παράδειγμα πόσο συχνά συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ενορίας τους, αν είναι ενεργά μέλη αλλά και αν γνωρίζουν σημαντικά στοιχεία που αφορούν την χριστιανική ζωή. Οι ιερωμένοι όμως συχνά αισθάνονται υπό πίεση, αφού δεν νιώθουν την υποχρέωση να «λογοδοτήσουν» τρόπον τινά για θέματα που αφορούν το ποίμνιο αλλά και τη δραστηριότητα της εκκλησίας αυτή καθεαυτή. Όπως λένε πολλοί ιερωμένοι, αυτού του είδους τα «τεστ πίστεως» από τις διοικητικές αρχές θα πρέπει να σταματήσουν. Ο πάστορας Αλβέρτος Μπαμπαγιάν υπογραμμίζει μάλιστα πώς εν τέλει πρόκειται για θέματα που αφορούν την ψυχή του ανθρώπου και ως τέτοια δεν θα πρέπει να εξετάζονται διοικητικά. Άλλωστε και στην πράξη, όπως λέει, όσοι πρόσφυγες βαφτίζονται παραμένουν και μετά ενεργά μέλη των ενοριών τους.