Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία ο Σόιμπλε



Δημοσκόπηση στη Γερμανία κατατάσσει τον πρώην υπουργο Οικονομικών και νυν πρόεδρο του Κοινοβουλίου στην κορυφή της λίστας με τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) συγκεντρώνουν μόλις το 30% στην πρόθεση ψήφου.

Σύμφωνα με το νέο πολιτικό βαρόμετρο του δεύτερου προγράμματος της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF, Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) συγκεντρώνουν μόλις 30% στην πρόθεση ψήφου, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγράψει ποτέ για τα κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης η εν λόγω έρευνα.

 

Ενισχυμένα κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες εμφανίζονται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που σκαρφαλώνει στο 20% αλλά και οι Πράσινοι (Grüne) που λαμβάνουν 16%. Δυο μονάδες χάνουν αντίθετα οι εθνολαϊκιστές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) που βλέπουν τα ποσοστά τους να υποχωρούν στο 15%. Στο 8% παραμένει η Αριστερά (Die Linke) ενώ στο 7% υποχωρούν οι Φιλελεύθεροι (FDP) που χάνουν μια μονάδα.

Της λίστας των σημαντικότερων πολιτικών της χώρας, όπως τουλάχιστον κρίνονται από τους πολίτες, εξακολουθεί να ηγείται ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος της Βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, στην τρίτη ο νυν υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς ενώ ακολουθούν ο πρώην πρόεδρος των Πρασίνων Τζεμ Έζντεμιρ και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας.

 

Τη δεκάδα συμπληρώνουν ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, η πρόεδρος του SPD και επικεφαλής της Κ.Ο. Αντρέα Νάλες, η υπ.Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η πρόεδρος της Κ.Ο. της Linke Ζάρα Βάγκενκνεχτ ενώ την τελευταία θέση στη λίστα των σημαντικότερων πολιτικών καταλαμβάνει ο εμφανώς αποδυναμωμένος δημοσκοπικά υπ. Εσωτερικών Ζέεχοφερ.

Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, οι περισσότεροι πολίτες δεν φαίνεται να έχουν αμφιβολίες για το ακροδεξιό υπόβαθρο της Εναλλακτικής για τη Γερμανίας. Το 77% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η ακροδεξιά ιδεολογία είναι διαδεδομένη ή και ευρέως διαδεδομένη εντός του κόμματος ενώ μόλις το 18% έχουν αντίθετη άποψη. Την ίδια ώρα το 79% των Γερμανών πιστεύουν ότι η ακροδεξιά συνιστά μεγάλο κίνδυνο για τη γερμανική δημοκρατία ενώ το 20% διαφωνεί.

«Δεν θα ζήσουμε ποτέ μια κατάσταση (στην οικονομία), στην οποία θα μπορούμε να πούμε ότι όλα είναι εντάξει», προειδοποιεί ο Πρόεδρος του γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου και τέως υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ τονίζει ότι δεν βλέπει κανέναν λόγο για «λήξη συναγερμού» και χαλάρωση και εκτιμά ότι η «ρύθμιση» στην Γερμανία και στην Ευρώπη δεν ήταν υπερβολική. Δηλώνει δε ότι ο σεβασμός του για τους τραπεζίτες δεν ήταν ποτέ μεγάλος, ενώ έχει μειωθεί περαιτέρω και, σε ό,τι αφορά την προσφυγική πολιτική, τονίζει ότι η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει τακτική και να αντιδρά από κοινού «γρήγορα, αποτελεσματικά, ευέλικτα και ρεαλιστικά».

«Βραχυπρόθεσμα, ο δρόμος είναι η διάσωση των ανθρώπων, οι οποίοι παίρνουν ακόμη την επικίνδυνη διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου, καθιστώντας τους ωστόσο ταυτόχρονα απολύτως σαφές ότι αυτός δεν είναι ο δρόμος προς την Ευρώπη», τονίζει ο κ. Σόιμπλε, υποστηρίζοντας ότι, όποιος γνωρίζει πως δεν επιτρέπεται να μπει στην Ευρώπη, δεν θα αποφασίσει και να διακινδυνεύσει την ίδια του τη ζωή για αυτό. «Ασφαλώς πρέπει να βοηθούμε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο. Αλλά πρέπει ταυτόχρονα να ασχοληθούμε πιο εντατικά με το πώς αυτοί οι άνθρωποι δεν θα βλέπουν κανέναν λόγο πλέον για να φύγουν», προσθέτει.

Ο κ. Σόιμπλε σημειώνει ακόμη ότι και στο εσωτερικό της Γερμανίας θα πρέπει να ληφθούν σοβαρότερα υπόψη οι ανησυχίες των ανθρώπων, ενώ χαρακτηρίζει «κεντρικό» θέμα την εσωτερική ασφάλεια. «Οι περισσότεροι από μας είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε έναν συνάνθρωπό μας - ανεξαρτήτως χρώματος δέρματος, θρησκείας ή εθνικότητας. Αλλά όταν αρχίζουμε να ανησυχούμε για την ίδια μας την ασφάλεια, τότε αυτό γίνεται δύσκολο», λέει χαρακτηριστικά και τονίζει την ανάγκη τα προβλήματα να μην σπρώχνονται «κάτω από το χαλί». Επειδή αυτό δεν το κάναμε αρκετά, είναι ένας λόγος που πολλοί δημαγωγοί και δεξιά λαϊκιστικά κόμματα βιώνουν τέτοια δημοτικότητα - όπως αυτό που μπήκε πρόσφατα στην Βουλή (ενν. την Εναλλακτική για την Γερμανία, AfD).

Ερωτώμενος σχετικά με τα διδάγματα από την οικονομική κρίση, ο Πρόεδρος της Bundestag είναι ξεκάθαρος: «Αυτό το δίδαγμα για μένα ως πολιτικό είναι ένα - ποτέ δεν φτάνουμε στο τέλος», δηλώνει, αποφεύγει ωστόσο να απαντήσει σε ερώτηση σχετικά με τα επιπλέον μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να μην επαναληφθεί η κρίση του 2008. «Καθώς δεν είμαι πλέον υπουργός Οικονομικών, αφήνω αυτή την αξιολόγηση με απόλυτη εμπιστοσύνη στον διάδοχό μου. Αλλά γνωρίζω ότι δεν θα βρεθούμε ποτέ σε θέση να μπορούμε να πούμε ότι όλα είναι εντάξει. Κάτι παρόμοιο είπε επίσης και ο Μπαράκ Ομπάμα: ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Δημοκρατία είναι το να την θεωρούμε εξασφαλισμένη», επισημαίνει και αναφέρει ότι και στην οικονομία, υπάρχει ο κίνδυνος της αυταρέσκειας.

Κληθείς να σχολιάσει την δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας υπέρ μιας περαιτέρω ανεξαρτητοποίησης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος από αυτό των ΗΠΑ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν κρύβει την αντίθεσή του: «Μπορώ μόνο να ευχηθώ στον κ. Μάας καλή τύχη», λέει, για να συνεχίσει: «Βλέπω ότι αυτή τη στιγμή το Ιράν, η Τουρκία και η Ρωσία διαπραγματεύονται για το μέλλον της Συρίας. Από την Ευρώπη δεν κάθεται κανείς στο τραπέζι. Από αυτή την άποψη, θα ήμουν ευτυχής αν είχε προσκληθεί ένας αμερικανός διαπραγματευτής. Η μεγαλύτερη απόσταση από την Αμερική δεν έχει ως τώρα οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιρροή δική μας στον κόσμο».

Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση, ο κ. Σόιμπλε εξηγεί ότι ως υπουργός Οικονομικών βασική του επιδίωξη υπήρξε η δημιουργία καλύτερων πολυμερών ρυθμίσεων. «Η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ανάγκη από περισσότερη ανεξαρτησία, αλλά από καλύτερους κοινούς κανόνες. Όσο αυτοί δεν υπάρχουν, πρέπει να εργαζόμαστε με ατελή μέσα», δηλώνει και, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τον ρόλο των στελεχών των τραπεζών, αναφέρει: «Ο σεβασμός μου προς τους αρμόδιους του τραπεζικού κόσμου δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος όταν έγινα υπουργός Οικονομικών. Και αυτός ο σεβασμός μειώθηκε περαιτέρω. Μπορεί ωστόσο κανείς να ασκήσει κριτική και στα στελέχη άλλων κλάδων, όπως στον κλάδο των πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων».