Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

'Οταν το χρώμα μπαίνει στις παλιές αγαπημένες ελληνικές ταινίες

Η ταινία "Της κακομοίρας", στην οποία πρωταγωνίστησε ο Κώστας Χατζηχρήστος στον ρόλο του Ζήκου, προκάλεσε πλήθος σχολίων για την έγχρωμη εκδοχή της.

Ο επιχρωματισμός του «Μπακαλόγατου» έρχεται μετά τον επιχρωματισμό μιας άλλης μεγάλης ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής του 1965, της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», η οποία επανακυκλοφόρησε έγχρωμη το 2016.

Και οι δύο ταινίες επιχρωματίστηκαν στο αμερικανικό εργαστήριο West Wing Studio στο Χόλιγουντ και η διαδικασία κράτησε περισσότερο από έξι μήνες.

Ο Αντώνης Καρατζόπουλος, ο οποίος μαζί με τα αδέλφια Κώστα και Θοδωρή Καραγιάννη ίδρυσαν τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννης Καρατζόπουλος, μας μίλησε για την απόφαση της εταιρείας να προχωρήσει στον επιχρωματισμό ασπρόμαυρων ταινιών. Πέρυσι, ενόψει της εορτής των πενήντα ετών από την ίδρυση της εταιρείας, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια εκδήλωση σε έναν κινηματογράφο όπου προσκλήθηκαν ηθοποιοί, τεχνικοί και δημοσιογράφοι, για να τους παρουσιάσουν για πρώτη φορά μια παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία σε έγχρωμη εκδοχή, παρά το τεράστιο κόστος της διαδικασίας.

Η ταινία που παρουσιάστηκε ήταν «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», προκαλώντας τον ενθουσιασμό του κοινού στην πρεμιέρα της, όμως ορισμένοι δημοσιογράφοι προχώρησαν σε αρνητικά σχόλια, υποστηρίζοντας ότι καταστρέφεται η ποιότητα του δημιουργού-σκηνοθέτη. Η ταινία κυκλοφόρησε πέρυσι στους κινηματογράφους χωρίς επιτυχία, ενώ στην τηλεόραση είχε πολύ θετική ανταπόκριση.

«Εμείς είμαστε μία καθαρά εμπορική εταιρεία και ουδέποτε έχουμε χρηματοδοτηθεί από κρατικούς οργανισμούς, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, την ΕΡΤ, τα ΕΣΠΑ και ουδέποτε στα 50 χρόνια έχουμε πάρει δάνειο από τράπεζα. Είναι, λοιπόν, δικαίωμά μας να κάνουμε στις ταινίες όποια επέμβαση νομίζουμε ότι θα μας αποφέρει στο μέλλον μεγαλύτερα κέρδη, φυσικά εφόσον έχουμε και τη σύμφωνη γνώμη του δημιουργού-σκηνοθέτη. Αυτές οι ταινίες που επιχρωματίζουμε, παρόλο που θα μας φέρουν πίσω τα χρήματα μετά από 4-8 χρόνια, είναι συμφέρον γιατί αυτές οι ταινίες θα προβάλλονται και μετά από 50 χρόνια», αναφέρει ο κ. Αντώνης Καρατζόπουλος.

Ο ίδιος προσθέτει: «Ακούω όλα αυτά που λέγονται ότι χαλάμε με το έγχρωμο την άποψη του δημιουργού. Αν υπήρχαν λεφτά στους παραγωγούς από τη δεκαετία του 1950, όλες οι κωμωδίες τουλάχιστον θα γυρίζονταν έγχρωμες. Δηλαδή, πιστεύετε εσείς ότι αν το 1955 έλεγε ο Φίνος στον Σακελλάριο θα γυρίσουμε το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” έγχρωμο, θα αρνιόταν; Γυρίσθηκαν το 1955-1956 δύο έγχρωμες ταινίες, η ταινία “Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» και απέτυχε, γιατί είχαν γυρισθεί προηγουμένως άλλοι δύο “Αγαπητικοί” μαυρόασπροι και η ταινία “Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες”, που ήταν ένας Ελληνοαμερικάνος παραγωγός που το 1956 ήταν μέσα στην πρώτη τετράδα των πιο εμπορικών ταινιών.

 

»Ουσιαστικά, το 1961 γυρίστηκε η πρώτη έγχρωμη ταινία “Η Αλίκη στο Ναυτικό” και συνεργάστηκαν η Φίνος Φίλμ και η μεγαλύτερη εταιρεία εισαγωγής, Δαμασκηνός Μιχαηλίδης. Ήδη από το 1962 δημιουργήθηκε το πρώτο έγχρωμο εργαστήριο στην Ελλάδα και σιγά-σιγά άρχισαν όλοι οι παραγωγοί να γυρίζουν κάποιες συνήθως χορευτικές σκηνές έγχρωμες και να τις τοποθετούν στις ταινίες.

Εμείς έχουμε αγοράσει περίπου 200 ταινίες και μέσα σε αυτές έχω τουλάχιστον έξι ταινίες που έχουν εμβόλιμες έγχρωμες σκηνές. Ακόμα κι εμείς την πρώτη χρονιά στην ταινία «Η κοροϊδάρα» γυρίσαμε ένα χορευτικό έγχρωμο. Αυτό φυσικά έγινε στο εργαστήριο που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Όμως δεν ήταν εργαστήριο για να κάνεις μεγάλες δουλειές.

»Από τον δεύτερο χρόνο που μπήκαμε πιο δυνατά στην παραγωγή, κάναμε τρεις ολοκληρωμένες ταινίες έγχρωμες στο εξωτερικό. Και ουσιαστικά αυτό ήταν το πρόβλημα και η δυσκολία του εξωτερικού. Γιατί στο εξωτερικό μόλις παραλαμβάναμε το υλικό, έπρεπε να εξοφλήσουμε όλη τη δουλειά 100%. Από το 1970 και μετά που άρχισαν να υπάρχουν τρία, τέσσερα, πέντε εργαστήρια στην Ελλάδα και είχαν και καλή τεχνική απόδοση, όλες οι ταινίες γυριζόντουσαν έγχρωμες και κανείς από τους παλιούς δημιουργούς που γύριζαν τις ταινίες μαυρόασπρες, δεν απαίτησε να γυρίσει έστω και μία ταινία μαυρόασπρη».

Ο ίδιος προσθέτει για την κριτική που δέχτηκε: «Θέλω με αυτά να απαντήσω σε κάποιον δημοσιογράφο που έγραψε: “Αν ο Κατσουρίδης ήξερε ότι του κατέστρεψαν την ταινία κάνοντάς την έγχρωμη, θα τρίζουν τα κόκκαλα του”. Εγώ ξέρω πολύ καλά από τον Κατσουρίδη, γιατί ήταν και φίλος και συνεργάτης μας ως οπερατέρ και μοντέρ σε αρκετές ταινίες μας, ότι είχε προσπαθήσει το 1963 που γύριζε τον «Μπακαλόγατο» να πείσει τον Χατζηχρήστο που ήταν και ο παραγωγός, να την κάνουν έγχρωμη, λέγοντάς του μάλιστα να αγοράσει και ένα ποσοστό για να τον διευκολύνει. Όμως, ο Χατζηχρήστος δεν συμφώνησε. Σε όποιον θέλει να δει μαυρόασπρη την ταινία για την αυθεντικότητα της ταινίας, του απαντάω ότι όλες οι τηλεοράσεις έχουν κάποιο πλήκτρο που το πατάς και φεύγει το χρώμα».

Ο Κώστας Καραγιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα και το 1951 μετακόμισε στη Λυών της Γαλλίας, όπου σπούδασε υφαντουργός, για να αναλάβει την οικογενειακή του επιχείρηση. Μετά το στρατό εργάστηκε για ένα διάστημα στην Πειραϊκή-Πατραϊκή. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το 1957 έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε σκηνοθεσία, ενώ παράλληλα διατηρούσε τη θέση του καλλιτεχνικού ανταποκριτή για την εφημερίδα «Αθηναϊκή». Η αγάπη του για τον κινηματόγραφο τον οδήγησε να πιάσει δουλειά ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε τέσσερις ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ. Το 1959 επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Έχοντας πια εμπειρία στον κινηματογράφο, αποφάσισε να ξεκινήσει την παραγωγή της πρώτης του ταινίας «Το νησί της αγάπης».

Ο Αντώνης Καρατζόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Στον πατέρα του άνηκε ο κινηματόγραφος Μπομπονιέρα στην Κηφισιά και εξαιτίας της δουλειάς του γνώριζε καλά τον Ούγγρο κινηματογραφιστή Ζοζέφ Χεπ, ο οποίος ζούσε στην Ελλάδα και εργαζόταν τα πρώτα χρόνια στον Φίνο. Όταν ο Χεπ αποφάσισε κάποια στιγμή να φτιάξει το δικό του εργαστήριο, προσέλαβε ως υπάλληλό του τον Αντώνη Καρατζόπουλο. Μέσα σε αυτό το εργαστήριο έλαβε τις πρώτες του γνώσεις γύρω από τον κινηματογράφο. Μέσα σε λίγα χρόνια αγόρασε τη δική του κάμερα -που ήταν απαραίτητο εργαλείο τότε για τη δουλειά του οπερατέρ- και ξεκίνησε να εργάζεται ως οπερατέρ και διευθυντής φωτογραφίας. Το 1957 πήρε τη μεγάλη απόφαση μαζί με τον αδερφό του και τον πατέρα του να ιδρύσουν την εταιρεία Ι. Καρατζόπουλος και να ξεκινήσουν την παραγωγή ελληνικών ταινιών με την ταινία «Μαρία Πενταγιώτισσα». Ακολούθησαν αρκετές ταινίες όπως «Ο Μιμικός και η Μαίρη» (1958), «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959) και «Ποια είναι η Μαργαρίτα».

Με τον Κώστα Καραγιάννη συναντήθηκαν στο Hollywood, ένα κτίριο στην Ακαδημίας, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία της Δαμασκηνός Μιχαηλίδης και πολλά άλλα γραφεία μικρότερων εταιρειών παραγωγής. Ο Κώστας Καραγιάννης είχε ιδρύσει σε ένα γραφείο στον τρίτο όροφο τη δική του εταιρεία παραγωγής, την Κίκος Film, και είχε ήδη προχωρήσει στην παραγωγή επτά ταινιών, με πρώτη του εμπορική επιτυχία το 1963 την ταινία «Κόκκινα φώτα». Στον ίδιο όροφο είχε τα γραφεία του και ο Αντώνης Καρατζόπουλος. Μόλις συναντήθηκαν, οι δύο άντρες θυμήθηκαν ότι είχαν υπηρετήσει μαζί στο στρατό. Έχοντας και οι δυο τους ως μεμονωμένες εταιρείες παραγωγής κάποιες εμπορικές επιτυχίες, αποφάσισαν να συνεργαστούν και να μπουν πιο επιθετικά στην αγορά του κινηματογράφου.

Τη δεκαετία του '60 ο μόνος που έκανε εμπορικές ταινίες ήταν ο Φίνος. Πολλοί μεμονωμένοι παραγωγοί είχαν προσπαθήσει κατά καιρούς να μπουν στα χωράφια του, αλλά μετά από δύο-τρία χρόνια έκλειναν τις εταιρείες τους γιατί δεν είχαν καλό οικονομοτεχνικό επιτελείο. Παρ' όλα αυτά, υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι και κυρίως αυτοί που δεν έπαιζαν τις ταινίες του Φίνου, που επιθυμούσαν να συνεργαστούν με μία εταιρεία παραγωγής που θα τους τροφοδοτούσε κάθε χρόνο με έναν σοβαρό αριθμό κινηματογραφικών ταινιών. Ο Κώστας Καραγιάννης μαζί με τον Αντώνη Καρατζόπουλου αποφάσισαν να ξεκινήσουν αυτή την εταιρεία με στόχο να παράγουν 10 ταινίες τον χρόνο.

Η πρώτη ταινία που παρουσίασαν σε συνεργασία με το γραφείο εκμετάλλευσης Κουρουνιώτης και τον Δήμο Σακελλαρίου ήταν «ο Παράς και ο φουκαράς», που εισπρακτικά σημείωσε σημαντική επιτυχία. Αμέσως μετά αποφάσισαν να ιδρύσουν την Καραγιάννης Καρατζόπουλος και από το 1966 ξεκίνησαν τις παραγωγές. Την πρώτη χρονιά γύρισαν εννέα ταινίες και αγόρασαν ποσοστό από την ταινία του Ασημακόπουλου «Οι ένοχοι», προκειμένου να παρουσιάσουν στους κινηματογράφους τις 10 ταινίες που είχαν υποσχεθεί. Το κεφάλαιο της εταιρείας ήταν μόλις 1.600.000 δραχμές• πήραν πολλές προκαταβολές από τους κινηματογράφους και υπέγραψαν εκατομμύρια γραμμάτια, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τους.

Όλες οι ταινίες που προβλήθηκαν τον πρώτο χρόνο ίδρυσης της εταιρείας έκαναν αρκετά εισιτήρια για να καλύψουν τον προϋπολογισμό τους. Έχοντας ως στόχο να βελτιώσουν την εμπορικότητα των ταινιών που παρήγαγαν και να κατορθώσουν να αποσπάσουν κάποιους σπουδαίους Έλληνες ηθοποιούς από τον Φίνο, που μέχρι τότε είχε μόνιμη συνεργασία μαζί τους, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Κώστας Βουτσάς, αύξησαν πολύ τις αμοιβές τους.

Την επόμενη χρονιά από την ίδρυση της εταιρείας γύρισαν την ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967), με το ζευγάρι Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και κατάφεραν να κατακτήσουν την κορυφή στον πίνακα των εμπορικότερων ταινιών της χρονιάς. Σύντομα, η Καραγιάννης Καρατζόπουλος κατόρθωσε να παράγει 20 ταινίες το χρόνο. Μετά το 1973, η παραγωγή της εταιρείας μειώθηκε κατακόρυφα, εξαιτίας της εισόδου της τηλεόρασης. Συνολικά, η εταιρεία έχει παράγει μαζί με τις συμπαραγωγές 110 ταινίες.