Η Ιαπωνία απέδειξε ότι είναι εσφαλμένη η αντίληψη «στους δύο τρίτος δεν χωράει», τουλάχιστον όσον αφορά τους υπερυπολογιστές. Σημαντικές ανακατατάξεις εμφανίζει η νέα κατάταξη Top 500 των ισχυρότερων υπερυπολογιστών του κόσμου, που αποτελούν το κατ’ εξοχήν σύμβολο εθνικής τεχνολογικής και οικονομικής ανταγωνιστικότητας, την οποία κάνουν από το 1993 ανά εξάμηνο Γερμανοί και Αμερικανοί επιστήμονες.
Ενώ τα τελευταία χρόνια αμερικανικοί και κινεζικοί υπολογιστές βρίσκονταν στην κορυφή, η Ιαπωνία πέρασε -και με διαφορά- στην πρώτη θέση με τον νέο υπερυπολογιστή της Fugaku, αφήνοντας στη δεύτερη και τρίτη θέση, αντίστοιχα, τους αμερικανικούς Summit και Sierra. Την τελευταία φορά που η Ιαπωνία ήταν ξανά πρώτη ήταν το 2011 με τον υπερυπολογιστή της Κ Supercomputer.
Ο Fugaku (ένα άλλο όνομα για το εμβληματικό ιαπωνικό Όρος Φίτζι), είναι δημιούργημα της ιαπωνικής εταιρείας Fujitsu και είναι εγκατεστημένος στο κρατικό Κέντρο Υπολογιστικής Επιστήμης RIKEN στο Κόμπε.
Αυτήν την εποχή κάνει πειραματική εργασία πάνω στη νόσο Covid-19 (όπως προσομοιώσεις για το πόσο γρήγορα εξαπλώνεται), διαθέτοντας τεράστια επεξεργαστική ισχύ 415,5 petaflops, έναντι 148,8 petaflops του Summit της ΙΒΜ που βρίσκεται στο Εθνικό Εργαστήριο Oak Ridge του Τενεσί και 94,9 petaflops του Sierra που ανήκει στο Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Livermore στην Καλιφόρνια.
Στην τέταρτη θέση βρίσκεται, πλέον, ο κινεζικός TaihuLight με 93 petaflops, στην πέμπτη ο επίσης κινεζικός Tianhe-2A με 61,4 petaflops και στην έκτη ένα νέο σύστημα, ο αμερικανικής κατασκευής HPC5, με 35,5 petaflops, ο οποίος ανήκει στην ιταλική ενεργειακή εταιρεία Eni και είναι πια ο ισχυρότερος στην Ευρώπη.
Η Κίνα συνεχίζει να κυριαρχεί στον κατάλογο Top 500 με 226 υπερυπολογιστές, έναντι 114 των ΗΠΑ, 30 της Ιαπωνίας, 18 της Γαλλίας και 16 της Γερμανίας. Οι περισσότεροι υπερυπολογιστές έχουν κατασκευαστεί από τις κινεζικές εταιρείες Lenovo (180), Sugon (68) και Inspur (64).