
Η μεγαλύτερη διαρροή απόρρητων δεδομένων στην πρόσφατη ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου αποκαλύπτεται αυτή την εβδομάδα, μετά την άρση δικαστικής απαγόρευσης. Συγκεκριμένα, εκτεθειμένοι βρίσκονται πράκτορες της MI6, μέλη των SAS και χιλιάδες Αφγανοί που εργάστηκαν για το Λονδίνο.
Η σημερινή ημέρα φέρνει στη δημοσιότητα μια από τις πιο ανησυχητικές διαστάσεις της υπόθεσης: σε έγγραφα που συνοδεύουν την πρόσφατη δικαστική αναθεώρηση, επιβεβαιώνεται ότι η διαρροή περιλάμβανε προσωπικά στοιχεία περισσότερων από 100 Βρετανών, μεταξύ αυτών πράκτορες της MI6, στελέχη των ειδικών δυνάμεων SAS και υπαλλήλων του Υπουργείου Άμυνας. Ανάμεσά τους, αναφέρονται και εν ενεργεία επιχειρησιακοί, θέτοντας θέμα άμεσης εθνικής ασφάλειας.
Οι πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν περιλαμβάνουν email, ονόματα, πόλεις διαμονής, ακόμη και συνδέσεις με μεταφραστές ή εντολείς στο πεδίο επιχειρήσεων. Το γεγονός πως αυτά τα στοιχεία εντοπίστηκαν σε μη ασφαλείς ψηφιακές πλατφόρμες, ακόμη και στο Facebook, αναδεικνύει το βάθος της αστοχίας.
Η διαρροή όμως δεν περιορίζεται στους Βρετανούς. Το σημαντικότερο ίσως σκέλος της υπόθεσης είναι ότι περισσότεροι από 18.700 Αφγανοί, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τις βρετανικές δυνάμεις μέσω των προγραμμάτων ARAP και ACRES, εκτέθηκαν επίσης. Ανάμεσά τους διερμηνείς, οδηγοί, φύλακες, εργολάβοι και μέλη των οικογενειών τους.
Η αποκάλυψη των στοιχείων τους —σε ένα Αφγανιστάν που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν— σήμαινε θανάσιμο κίνδυνο για πολλούς από αυτούς. Αρκετοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τοποθεσία, ενώ για χιλιάδες ενεργοποιήθηκε επιχείρηση επανεγκατάστασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία οργανώθηκε κάτω από πλήρη μυστικότητα μέσα στο 2023–2024.
ο πρωί της Παρασκευής, ο πρώην Υπουργός Άμυνας Grant Shapps μίλησε στο BBC, υπερασπιζόμενος την επιλογή της δικαστικής απαγόρευσης (super‑injunction), δηλώνοντας:
«Αντιμετωπίζαμε κίνδυνο ζωής. Προστατέψαμε ανθρώπους. Θα το έκανα ξανά.»
Ωστόσο, εξέφρασε έκπληξη για το πόσο διήρκησε η εντολή και παραδέχθηκε ότι ίσως το μέτρο παρατάθηκε πέραν του αναγκαίου.
Ο νυν Υπουργός Άμυνας John Healey, από την πλευρά του, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων (15 Ιουλίου) ότι η κυβέρνηση λυπάται βαθύτατα για τη διαρροή και δεσμεύεται σε πλήρη λογοδοσία.
Η επιχείρηση επανεγκατάστασης Αφγανών στο Ηνωμένο Βασίλειο εκτελέστηκε υπό άκρα μυστικότητα και αφορά τουλάχιστον 4.500 έως 6.900 άτομα. Η δαπάνη για το πρόγραμμα εκτιμάται σε 700 έως 800 εκατομμύρια στερλίνες, χωρίς ακόμη να υπάρχει επίσημη αποτίμηση του συνολικού κόστους.
Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμιστεί η νομική και θεσμική διάσταση της υπόθεσης, ότι δηλαδή η παρατεταμένη super‑injunction εμπόδισε τη Βουλή, την Επιτροπή Πληροφοριών και την κοινωνία από το να γνωρίζουν το εύρος της παραβίασης. Στον δημόσιο διάλογο επισημαίνεται ότι, η υπόθεση αυτή αναδεικνύει έλλειμμα δημοκρατικού ελέγχου και διαφάνειας, σε ένα ευρωπαϊκό κράτος που θεωρείται κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού.
Σίγουρα τίθεται θέμα εξισορρόπησης εθνικής ασφάλειας με συνταγματική λογοδοσία. Ενώ η προστασία ζωών είναι επιτακτική, η αδιαφάνεια που επέβαλε το super‑injunction επί σχεδόν δύο χρόνια υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και αφήνει ερωτήματα για την αναλογικότητα τέτοιων μέτρων.