Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025 -

Η επαγγελματική εκπαίδευση σε κρίση: Η ΕΕ ξεμένει από εκπαιδευτές – Γκρίζο το τοπίο στην Ελλάδα



Σε όλες τις έρευνες για την απασχόληση οι εργοδότες επαναλαμβάνουν ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους με κατάλληλες δεξιότητες και ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.

Αντίστοιχα, σε αναλύσεις του ΟΟΣΑ και των οργάνων της Κομισιόν γίνεται μνεία στη λεγόμενη «υπερεκπαίδευση» των νέων, η οποία παρουσιάζεται σαν κατάρα. Ένας εργαζόμενος θεωρείται υπερ-εκπαιδευμένος (οver-qualified ή over-educated) όταν απασχολείται σε δουλειές που απαιτούν κατώτερα μορφωτικά προσόντα από αυτά που κατέχει. Η Ελλάδα θεωρείται ότι έχει από τα υψηλότερα ποσοστά υπερεκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, με έναν στους τρεις εργαζόμενους να έχει περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται για να κάνει τη δουλειά του (33% έναντι 21,4% στον μέσο όρο της ΕΕ). Ακόμα μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα στους νέους πτυχιούχους 25-34 ετών, με σχεδόν τέσσερις στους δέκα (37,4%) να κάνουν «χαμαλοδουλειές», έναντι 23,3% στην ΕΕ.

Υπερεκπαίδευση και υποκατάρτιση

Έρευνες του CEDEFOP – του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, τονίζουν ότι η «υπερεκπαίδευση» μπορεί να συνυπάρχει με την «υποκατάρτιση». Δηλάδη ένας νέος μπορεί να έχει «πλεόνασμα» σε μορφωτικά προσόντα και «έλλειμμα» στις απαιτούμενες δεξιότητες. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται εν μέρει στην πραγματικότητα όμως υπόρρητα ενοχοποιεί τους νέους και θέλει την εκπαίδευση θεραπαινίδα των επιχειρήσεων. Είναι σαν να λέμε ότι φταίνε οι νέοι που σπουδάζουν και μετά γίνονται γκαρσόνια, και όχι το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας που δεν προσφέρει αρκετές ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού

Την ίδια στιγμή, η δημόσια επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ), ενώ θεωρητικά τοποθετείται στην κορυφή της ατζέντας της ευρωπαϊκής στρατηγικής, βρίσκεται σε μια κρίσιμη μεταβατική καμπή

Ένα από τα συμπτώματα της κρίσης είναι η έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, ο χαμηλός βαθμός ικανοποίησης των εκπαιδευτικών της ΕΕΚ από το επάγγελμά τους και ο υψηλός βαθμός επισφάλειας. Οι επιπτώσεις είναι οδυνηρές για τους σπουδαστές, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκατάλειψης των σπουδών και υποβαθμίζοντας την όποια αξία μπορούν να έχουν τα πτυχία – πιστοποιήσεις.

Αναγνωρίζοντας τα σημάδια της κρίσης, το CEDEFOP ξεκίνησε την πρώτη μεγάλη κοινωνική έρευνα πανευρωπαϊκής χαρτογράφησης του κλάδου της ΕΕΚ, μέσω συνεντεύξεων με εκπαιδευτικούς. Στόχος της έρευνας είναι να καλυφθούν τα κενά στην πληροφόρηση και «να προταθούν λύσεις βάση τεκμηριωμένων στοιχείων (..) για την ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος και τη διασφάλιση του μέλλοντος της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις δεξιότητες».

Η επαγγελματική εκπαίδευση σε κρίση

«Καθώς η ΕΕ προχωρά προς την επίτευξη των στόχων της για το 2030 στον τομέα των δεξιοτήτων και επιδιώκει να ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, η κρίσιμη έλλειψη καταρτισμένων εκπαιδευτικών ΕΕΚ υπονομεύει τις προσπάθειες για την απόκτηση από τους νέους των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την οικονομία και την κοινωνία του μέλλοντος», σημειώνει η παρουσίαση του CEDEFOP.

Σύμφωνα με το CEDEFOP, «η έλλειψη καταρτισμένων εκπαιδευτικών συνδέεται στενά με ευρύτερα κενά δεξιοτήτων, εμποδίζοντας την ικανότητα της ΕΕ να επιτύχει τους στόχους της για την ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση, την προώθηση της κοινωνικής ένταξης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας». Η παραπάνω πρόκληση συνδέεται επίσης με τη μείωση των επιδόσεων των σπουδαστών, γεγονός που την καθιστά υψηλή προτεραιότητα στην ατζέντα πολιτικής της ΕΕ, τονίζει η ανάλυση.

 

Υποτίμηση των εκπαιδευτικών

Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστικό. Με βάση πρόσφατες πανευρωπαϊκές έρευνες, η διδασκαλία ήταν η κύρια επαγγελματική επιλογή μόνο για το 67% των εκπαιδευτικών. Αντίστοιχα, κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ μόνο το 17,7% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι το επάγγελμά τους αναγνωρίζεται και εκτιμάται.

Ειδικά οι εκπαιδευτικοί της ΕΕΚ αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερα περίπλοκο επαγγελματικό περιβάλλον. Πολλοί αναφέρουν ότι δεν αισθάνονται πλήρως προετοιμασμένοι στα πρώτα  στάδια της σταδιοδρομίας τους και έχουν περιορισμένες ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη.

Το εργασιακό τους περιβάλλον είναι συχνά δύσκολο, με υψηλό φόρτο εργασίας, άγχος και υπερπλήρεις τάξεις. Οι εκπαιδευτικοί ΕΕΚ είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν προσωρινές συμβάσεις σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς της γενικής εκπαίδευσης. Κατά μέσο όρο, οι μισθοί τους είναι 10,5 % χαμηλότεροι σε σύγκριση με άλλους εργαζόμενους με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πανευρωπαϊκά μόνο το 40 % των εκπαιδευτικών ΕΕΚ δηλώνουν ικανοποιημένοι με την αμοιβή τους.