Δευτέρα 09 Ιουνίου 2025 -

8 Σεπτεμβρίου 1822: Η ναυμαχία των Σπετσών..



Μία από τις πιο σημαντικές συγκρούσεις της πρώτης περιόδου της Επαναστάσεως του 1821

 Η ναυμαχία των Σπετσών (ή κατ’ άλλους «η ναυμαχία του Ναυπλίου») διεξήχθη το διάστημα 8-13 Σεπτεμβρίου 1822, μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών Τούρκων, και θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές συγκρούσεις της πρώτης περιόδου της Επαναστάσεως του 1821, καθώς από το αποτέλεσμά της εκρίθη ουσιαστικώς η τύχη του πολιορκούμενου από τις ελληνικές, επαναστατικές, δυνάμεις Ναυπλίου.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822, ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος προερχόμενος από τη Μονεμβασία προσέγγιζε το πολιορκούμενο Ναύπλιο με σκοπό αφενός να εφοδιάσει τα αμυνόμενα τουρκικά στρατεύματα στο Παλαμίδι και αφετέρου να τιμωρήσει τα νησιά της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών που εμπόδιζαν τη διέλευση τους. Το Ναύπλιο πολιορκείτο από ξηράς από δυνάμεις υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη, ενώ ο από θαλάσσης αποκλεισμός του πραγματοποιείτο από ελληνικά πλοία υπό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

 Ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από 87 πλοία, υπό την ηγεσία του ναυάρχου Μεχμέτ Αλί Πασά, ενώ ο αντίστοιχος ελληνικός από 57 πλοία καθώς και επιπλέον 16 πυρπολικά, που ήταν υπό την ηγεσία του Ανδρέα Μιαούλη.

Τα ελληνικά πλοία είχαν ήδη σχηματίσει μια γραμμή από την Αντίμηλο έως την Μονεμβασιά για να εμποδίσουν τον εφοδιασμό των τούρκικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Είχαν κατασκευάσει κανονιοστάσια σε στρατηγικά σημεία των Σπετσών και τα είχαν επανδρώσει με άξιους πολεμιστές υπό την αρχηγία του ηλικιωμένου Σπετσιώτη προύχοντα Χατζηγιάννη Μέξη.

Η δημιουργία των προαναφερθέντων κανονιοστασίων ήταν το αποτέλεσμα του «επιχειρησιακού σχεδίου», όπως θα λέγαμε σήμερα, της άμυνας για την προστασία των Σπετσών από τυχόν αποβατική εναντίον τους ενέργεια από πλευράς των τουρκοαιγυπτίων. Η άμυνα οργανώθηκε με επικεφαλής τον Μέξη και σε αυτήν πρωτοστάτησαν ο γιος του Νικόλαος, οι γαμπροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημήτριος Λάμπρου (ή Λεωνίδας) και Νικόλαος Λαζάρου, καθώς και 53 ακόμη Σπετσιώτες. Έτσι κατασκευάστηκαν τα τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού.

Οι δυνάμεις των τουρκοαιγυπτίων φθάνοντας στον κόλπο του Ναυπλίου βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον ελληνικό στόλο. Ο Μιαούλης έδωσε διαταγή να κινηθεί ο στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου, προς την ακτή της Πελοποννήσου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυαριθμότερους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους, επαναλαμβάνοντας έτσι μερικούς αιώνες αργότερα την τακτική του Θεμιστοκλέους στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, όπου επιδίωξε – και πέτυχε – να φέρει τον κατά πολύ ισχυρότερο αριθμητικώς και με μεγαλύτερα πλοία περσικό στόλο να ναυμαχήσει στο στενό της Σαλαμίνος.

Η διεξαγωγή της ναυμαχίας

Όμως, είτε από κακή συνεννόηση είτε επειδή πίστευψαν – λανθασμένως – ότι ο Μιαούλης ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση με τους Τούρκους, οι πλοίαρχοι Ανάργυρος Λεμπέσης, Λεονάρδος Θεοδωρής, Λάζαρος Παναγιώτας καθώς και ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής, αγνόησαν το σήμα του Ανδρέα Μιαούλη και αντί να τον ακολουθήσουν, επιτέθηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, αιφνιδιάζοντας τόσο τον εχθρό όσο και τους Έλληνες συμπολεμιστές τους με την απρόσμενη αυτή ενέργειά τους.

Έτσι μέσα σε λίγη ώρα η σύγκρουση είχε γενικευτεί και επεκτάθηκε από την ανατολική πλευρά του πορθμού προς τη δυτική. Εκεί κινδύνευσαν ολιγάριθμα ελληνικά πλοία και ο μπουρλοτιέρης Ανδρέας Πιπίνος, για να τα σώσει, επιχείρησε να κολλήσει το πυρπολικό που κυβερνούσε σε ένα αλγερινό πλοίο. Η απόπειρά του δεν πέτυχε γιατί γύρω στους 50 ναύτες του αλγερινού πλοίου πήδησαν πάνω στο μπουρλότο και κατάφεραν να το αποκολλήσουν, σύμφωνα με την αφήγηση του Αντώνη Μιαούλη, γιού του Έλληνα ναυάρχου. Όλοι όμως αυτοί κάηκαν από το φλεγόμενο πυρπολικό ή πνίγηκαν. Από το πλήρωμα του πυρπολητή Πιπίνου τραυματίστηκαν ελαφρώς δύο ναύτες του.

Επειδή, ως γνωστόν, «ουδέν κακόν αμιγές καλού», η προαναφερθείσα αποτυχής πρωτοβουλία του Πιπίνου να πυρπολήσει του εχθρικό πλοίο, είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του κινδύνου για τα ελληνικά πλοία στη δυτική πλευρά.

Στην ανατολική όμως, η ναυμαχία συνέχισε να μαίνεται για πολλές ώρες, καθώς τα ελληνικά πλοία βοηθούσαν τα χερσαία κανόνια των Σπετσών, που με τις βολές τους εμπόδιζαν τους Τούρκους να στραφούν προς τον Αργολικό κόλπο.

Πλησιάζοντας το βράδυ της πρώτης ημέρας της ναυμαχίας, οι Έλληνες επιχείρησαν για δεύτερη φορά να προσβάλλουν τον τουρκικό με άλλο ένα πυρπολικό, του ηρωικού πυρπολητή Κοσμά Μπαρμπάτση . Με τις προτροπές «του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζηγιάννη Μέξη επικαλουμένου, ο οποίος εφόρμησε κατά της τουρκικής (οθωμανικής) ναυαρχίδος.

Συμφώνως με τον ιστορικό Αναστάσιο Ορλάνδο (http://el.wikipedia.org), η προσπάθεια του Κοσμά Μπαρμπάτση να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, διότι η ναυαρχίδα μαζί με τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο υποχώρησαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1822, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κινήθηκε πάλι εναντίον του ελληνικού. Αυτή τη φορά η ναυμαχία διεξήχθη βαθιά μέσα στον Αργολικό κόλπο, διήρκεσε επί τρίωρο και στο τέλος οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν καθώς η δράση των ελληνικών πυρπολικών είχε προκαλέσει τρόμο στους κυβερνήτες των εχθρικών πλοίων.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1822, o Μεχμέτ Αλή πασάς έκανε μία τελευταία προσπάθεια για να διασπάσει τον αποκλεισμό του Ναυπλίου από θαλάσσης, στέλνοντας ένα αυστριακό εμπορικό πλοίο, πλήρες τροφών και πολεμοφοδίων, για τον εφοδιασμό των πολιορκημένων. Άμεση ήταν όμως η ελληνική αντίδραση. Ο ναύαρχος Α.Μιαούλης απέστειλε τότε δύο πλοία, τα οποία, ύστερα από ναυμαχία με το εχθρικό πλοίο, το σταμάτησαν και το κατέλαβαν.

Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν ο τούρκικος στόλος να επιστρέψει αρχικώς στην Κρήτη και ακολούθως, τον Οκτώβριο του 1822, από εκεί στην ασφάλεια της Κωνσταντινουπόλεως.

Συμπεράσματα

Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας των Σπετσών ήταν άμεσο και έμμεσο. Άμεσο γιατί με την υποχώρηση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου κατέστη αδύνατος ο ανεφοδιασμός του Ναυπλίου, γεγονός που οδήγησε στην ταχύτερη παράδοσή του στους Έλληνες πολιορκητές του. Έμμεσο, γιατί έτσι αποτράπηκε και το δεύτερο σκέλος της παρουσίας του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στην περιοχή, που δεν ήταν άλλος από την κατάληψη των ναυτικών νήσων Ύδρας και Σπετσών, γεγονός που αν συνέβαινε θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το σύνολο του αγώνος των Ελλήνων και ίσως τότε η Επανάσταση, ιδίως στην Πελοπόννησο, να είχε διαφορετικά αποτελέσματα σχεδόν από το ξεκίνημά της.