Παρασκευή 19 Απριλίου 2024 -

Θλίψεις και διωγμοί του Αγίου Λουκά



Για τις θλίψεις και τους διωγμούς του Αγίου Λουκά του ιατρού αναφέρθηκε ο Γέροντας Εφραίμ ο Βατοπαιδινός σε μια αληθινά ξεχωριστή ομιλία του κατά τη διάρκεια της οποίας  τόνισε ότι μέσα από τις πολλές του θλίψεις o άνθρωπος θα εισέλθει στην Βασιλεία των ουρανών.

Στο πλαίσιο των ΚΒ΄Παυλείων ΣΤ΄ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016 στην Στ΄ Μοναχική Σύναξη το θέμα ήταν : «Άγιος Λουκάς: Μια πορεία στενής και τεθλιμμένης οδού» (Ιερός Ναός Αγίου Λουκά – Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά).

Διαβάστε την ομιλία του Γερ.Εφραίμ, Καθηγουμένου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

"Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και Χριστιανοί, δυσανασχετούν, αποθαρρύνονται, αποκάμνουν από τις θλίψεις της ζωής, οι οποίες είναι αναπόφευκτες. «Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»[1]. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να βλέπει τις θλίψεις της εδώ ζωής με το πρίσμα της εφήμερης λογικής αλλά με το πρίσμα της αιωνιότητος. Τότε αποκτά νόημα η ζωή του αλλά και αποκαλύπτεται σε αυτόν το νόημα των θλίψεων στην ζωή του, οι οποίες τελικά σχηματίζουν την σταυρική πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει για να φθάσει στην σωτηρία και τον αγιασμό.
Ο Άγιος Λουκάς, Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας, ο Ιατρός, είναι ένας από τους Αγίους που πράγματι εβίωσαν την έως τέλους σταυρική πορεία και έχοντας αυτήν την πείρα αλλά και την πλούσια δωρεά της θείας Χάριτος, μίλησε, δίδαξε, παραδειγμάτισε όλους τους πιστούς με τις θλίψεις και τους διωγμούς που αγόγγυστα υπέμεινε.

Έζησε στην τότε Σοβιετική Ένωση κατά την χειρότερη περίοδο της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας, μέσα σε ένα καθεστώς εχθρικό προς κάθε θρησκεία αλλά και ελευθερία. Έζησε και πάλεψε σαν ιατρός, απλός πολίτης, ιερέας και ιεράρχης σε δύο παγκοσμίους πολέμους και σε δεκάδες κινήματα και επαναστάσεις. Αντιμετώπισε με ομολογιακό φρόνημα δεκάδες κορυφαία κομματικά στελέχη του καθεστώτος και τις ποικίλες πιέσεις τους. Διώχθηκε, συκοφαντήθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε.

Τα βάσανα, οι φυλακές της Σιβηρίας και το πολικό κρύο θα έπρεπε να τον είχαν σκοτώσει δεκάδες φορές. Η θεία Πρόνοια ενεργούσε θαυμαστά στην ζωή του. Και μόνο το γεγονός της επιβιώσεώς του σε τόσο ακραίες συνθήκες επί μήνες προκαλεί την έκπληξη και τον θαυμασμό σε όποιον διαβάζει τον βίο του. Η εξουσία με τις δολοπλοκίες της, θα έπρεπε με την σειρά της να τον είχε εκτελέσει, και ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και ο Στάλιν θα περίμενε κάποιος ότι θα έσβηναν ότι πιθανόν είχε απομείνει από αυτόν τον άνθρωπο. Τελικά ο Άγιος Λουκάς επέζησε και μεγαλούργησε. Συνεχώς βίωνε την θεία επέμβαση και ενέργεια. Το συνεχώς… αφορά πενήντα και πλέον χρόνια! Ο Θεός του δώρισε μεγάλες ιατρικές ικανότητες αλλά και το χάρισμα των ιάσεων, της διδασκαλίας και της προφητείας. Μετέδιδε ελπίδα και πνευματική δύναμη σε έναν ταλαιπωρημένο λαό που στερήθηκε την ελευθερία του, την ιστορία του και την θρησκεία του.

Σαν ιατρός έσωζε το φθαρτό σώμα, αλλά ως ιερέας και επίσκοπος το άφθαρτο πνεύμα μαζί με το σώμα. Έγινε ο μεσίτης μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού, αυτός που αποκάλυπτε και ερμήνευε το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους που είχαν λησμονήσει τον Θεό η και εχθρεύονταν τον Θεό.

Έδειξε αφάνταστη υπομονή, μαρτυρική υπομονή στις πάμπολλες και υπερβολικές θλίψεις που ήλθαν στην ζωή του. Η υπομονή αυτή νομίζουμε ότι είχε ως αναφορά της την μοναχική του συνείδηση. Ο μοναχός υπόσχεται στην κουρά του «υπομονή μέχρι θανάτου». Στον νεόκουρο μοναχό στο Άγιον Όρος ευχόμεθα όχι απλά «καλή υπομονή», αλλά «καλές υπομονές». Θέλοντας να δείξουμε με την χρήση του πληθυντικού αριθμού από την μία πλευρά το πλήθος και το μέγεθος των θλίψεων που θα έλθουν στην ζωή του μοναχού, αλλά και από την άλλη πλευρά την δύναμη της εν Χριστώ υπομονής που υπερνικά κάθε θλίψη.

Ο ίδιος Άγιος Λουκάς μαρτυρεί για το πόσο σημαντικό είναι για αυτόν ο μοναχισμός. Σε επιστολή του στον μεγαλύτερο υιό του Μιχαήλ γράφει: «Να θυμάσαι, Μιχαήλ, ότι ο μοναχικός μου βίος και ο όρκος που έδωσα, το αξίωμά μου, η απόφαση να υπηρετώ τον Κύριο, αποτελούν για εμένα το μεγαλύτερο ιερό και το πρώτιστο καθήκον. Ειλικρινά και εξ όλης της καρδίας απαρνήθηκα τα εγκόσμια»[2].

Ο Άγιος Λουκάς υπέμεινε με ανδρεία όχι μόνο τον θάνατο της συζύγου του, τις ασθένειές του και την τύφλωση των ματιών του, αλλά και τις ειρωνείες, τους ονειδισμούς, τις ψευδείς κατηγορίες, τις συκοφαντίες, τις παράλογες και ατελείωτες ανακρίσεις, τους διωγμούς, τις εξορίες, τις άδικες φυλακίσεις, τα φρικτά βασανιστήρια που του επέβαλαν οι άνθρωποι του ολοκληρωτικού καθεστώτος της εποχής του, για την αγάπη του Χριστού, για το όνομα του Χριστού. Κράτησε την ομολογία του έως τέλους, έστω και αν αυτό θα του στοίχιζε την ζωή του. Όταν τον ανάγκασαν να κατεβάσει την εικόνα της Παναγίας από το χειρουργικό θάλαμο σταμάτησε να χειρουργεί. Χειρούργησε μόνο όταν ανέβηκε στον τοίχο η εικόνα Της πάλι[3]. Είχε ανάλογη εσωτερική πνευματική κατάσταση για να υπομείνει όλες αυτές τις υπερβολικές θλίψεις. Υπέμεινε γιατί τον ενίσχυε η θεία Χάρις. Μπορούσε να πει μαζί με τον απόστολο Παύλο, «ουκ εγώ, αλλ’ η Χάρις του Θεού η συν εμοί»[4].

Ο Άγιος Λουκάς γεύθηκε και την θλίψη, την πίκρα της προδοσίας από δικούς του ανθρώπους και συνεργάτες, οι οποίοι έδωσαν ψεύτικες καταγγελίες για αυτόν, ότι δήθεν ήταν «πράκτορας των ξένων δυνάμεων και εχθρός του Σοβιετικού κράτους»[5]. Οι φίλοι του μετεστράφησαν σε κατήγοροι. «Ο επίσκοπος Λουκάς στάθηκε όμως πιό δυνατός και σταθερός. Ουδέποτε κατέθεσε εναντίον κάποιου, παρά τα φρικτά βασανιστήρια και την φοβερή ψυχολογική πίεση. Και όχι μόνον αυτό. Δικαιολογούσε τους ανθρώπους αυτούς, τόνιζοντας πως όλοι οι κατήγοροί του δεν πίστευαν σε ο, τι έλεγαν». Αυτό έβγαινε μέσα από την αγαπώσα καρδία του, γιατί τηρούσε την εντολή του Χριστού, να αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.

Έχοντας αυτήν την πείρα, μέσα από τις θλίψεις και τους διωγμούς που υπέμεινε, είχε σχηματίσει μία ιδιαίτερη διδασκαλία για το νόημα των θλίψεων στην ζωή του ανθρώπου. Μπορούμε να ακούσομε τον ίδιο να μας μιλάει μέσα από τα κηρύγματά του και τις επιστολές του.

Λέει λοιπόν ο Άγιος Λουκάς: «Οι θλίψεις, η οδός των θλίψεων, μόνο ακολουθώντας αυτήν την οδό μπορούμε να σώσουμε την ψυχή μας. Και η δική μας εποχή είναι η εποχή των θλίψεων, μεγάλων θλίψεων. Τότε, ο καιρός είναι ευπρόσδεκτος και το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε για να σωθούμε, είναι να υπομένουμε τις θλίψεις. Αυτή είναι η οδός των αληθινών χριστιανών»[6]. Μας θυμίζει τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος έλεγε: «έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος»[7].Στο χωρίο αυτό του Μεγάλου Αντωνίου η έννοια των πειρασμών είναι ακριβώς αυτή των θλίψεων, των δοκιμασιών.

Τονίζει ο Άγιος Λουκάς ότι, «είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μας αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας η σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στον Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από τον Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά απαντά στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ’ αυτόν που θα ήθελαν η θα φαντάζονταν.

Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά σιγά μέρα με την μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο· τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μας στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μία μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.

Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι με αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή Του. Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι’ αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι, στον Θεό δεν υπάρχει οργή. “Ο Θεός αγάπη εστίν”[8]. Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία»[9].

Ο Άγιος Λουκάς συνδέει τις θλίψεις με τον προσωπικό σταυρό που πρέπει να σηκώνουμε στην ζωή μας και διαχωρίζει την οδό του Χριστού από τους άλλους τρόπους ζωής. Λέει πολύ χαρακτηριστικά σε ένα κήρυγμά του: «Η ζωή μας, η ζωή όλων των ανθρώπων, είναι θλίψη και πόνος. Και όλες αυτές οι θλίψεις στην κοινωνική και την οικογενειακή ζωή μας είναι ο σταυρός μας. Ο αποτυχημένος γάμος, η ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, δεν μας προκαλούν αυτά πόνο και θλίψη; Δεν πρέπει ο άνθρωπος που τον βρήκαν αυτές οι συμφορές να τις υπομένει; Οι σοβαρές ασθένειες, η περιφρόνηση, η ατιμία, η απώλεια της περιουσίας, η ζήλεια των συζύγων, η συκοφαντία και όλα γενικά τα κακά που μας κάνουν οι άνθρωποι, όλα αυτά δεν είναι ο σταυρός μας; Ακριβώς αυτά είναι ο σταυρός μας, σταυρός για την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτές είναι οι θλίψεις που υποφέρουν οι άνθρωποι και όλοι μας πρέπει να τις σηκώνουμε, αν και οι περισσότεροι δεν το θέλουν. Αλλά ακόμα και οι άνθρωποι που μισούν τον Χριστό και αρνούνται να ακολουθήσουν τον δρόμο Του και αυτοί ακόμα σηκώνουν τον δικό τους σταυρό του πόνου.

Ποιά είναι η διαφορά μεταξύ αυτών και των χριστιανών; Η διαφορά είναι ότι οι χριστιανοί με υπομονή σηκώνουν τον σταυρό τους και δεν γογγύζουν κατά του Θεού. Ταπεινά με χαμηλό το βλέμμα σηκώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον δικό τους σταυρό ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το κάνουν για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, το κάνουν από θερμή αγάπη προς Αυτόν, γιατί όλη την σκέψη τους είχε αιχμαλωτίσει η διδασκαλία του Ευαγγελίου.

Για να κάνει πράξη την διδασκαλία του Ευαγγελίου, για να ακολουθήσει την οδό του Χριστού, ο άνθρωπος πρέπει ταπεινά και ακούραστα να σηκώνει τον σταυρό του, να μην τον βρίζει αλλά να τον ευλογεί. Τότε μόνο τηρεί την εντολή του Χριστού, γιατί είχε αρνηθεί τον εαυτό του, σήκωσε τον σταυρό του και ακολούθησε τον Χριστό. Τον ακολούθησε σε έναν μακρινό δρόμο, σε έναν δρόμο για τον οποίο ο Κύριος είπε, ότι στην βασιλεία των Ουρανών οδηγεί τεθλιμμένη οδός η αρχή της οποίας είναι η στενή πύλη. Και εμείς θέλουμε να είναι η οδός της ζωής μας ευρύχωρη, χωρίς λάκκους, πέτρες, αγκάθια και λάσπη. Θέλουμε να είναι στρωμένη με λουλούδια. Και ο Κύριος μας δείχνει μία άλλη οδό, την οδό του πόνου. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι σε αυτόν τον δρόμο, όσο δύσκολος και να είναι, αν με όλη μας την καρδιά μας στραφούμε προς τον Χριστό, τότε ο ίδιος με έναν θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο μας βοηθάει. Μας στηρίζει όταν πέφτουμε. Μας δυναμώνει και μας παρηγορεί. Τότε θα καταλάβουμε τον λόγο του αποστόλου Παύλου που λέει: “Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν”[10]. Τότε αυτές οι θλίψεις της πρόσκαιρης ζωής μας θα είναι για εμάς πολύ ελαφρές»[11].

Έβλεπε στις θλίψεις τον Σταυρό που οδηγεί στην Ανάσταση. Έλεγε: «Πρέπει να θυσιάσουμε τα πάθη, τις επιθυμίες και τα θελήματά μας στον Θεό και στους ανθρώπους. Και όπως ο Κύριος ανέβηκε στον φοβερό Σταυρό του Γολγοθά, έτσι και εμείς όταν σηκώνουμε τον σταυρό μας, πρέπει να θυμόμαστε ότι ακολουθούμε την οδό της διακονίας του Θεού και των ανθρώπων και αυτή η οδός είναι η μόνη, που μας οδηγεί μέσω του Γολγοθά στην Ανάσταση»[12].

Ο Άγιος Λουκάς αγάπησε τον Χριστό με όλο το είναι του, αλλά και τον άνθρωπο, τον οποίο διακόνησε με τέλεια αυταπάρνηση. Αγάπησε την Εκκλησία του Χριστού. Κατάλαβε πολύ καλά τον ρόλο και τον σκοπό της Εκκλησίας. Συνήθιζε να λέει: «Διά της Εκκλησίας και από την Εκκλησία πηγάζει η ουράνια ευλογία και είναι προφανής η επιτυχία σε όλα τα ανθρώπινα έργα και επιτηδεύματα»[13].

Όμως η διοίκηση της Εκκλησίας κατά την περίοδο που έζησε και κάτω από τις αντίξοες περιστάσεις του διωγμού ήταν για αυτόν ένα μαρτύριο. Έγραφε στον υιό του το καλοκαίρι του 1956. «Είναι όλο και πιό δύσκολο να διευθύνει κάποιος τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται… Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου»[14]. Το 1960 γράφει πάλι στον υιό του: «Είναι μαρτύριο να διευθύνω τα της Εκκλησίας. Ο εκπρόσωπος του κράτους, ο εχθρός της Εκκλησίας του Χριστού, όλο και περισσότερο σφετερίζεται τα αρχιερατικά μου δικαιώματα και επεμβαίνει στις εκκλησιαστικές υποθέσεις… Πάνω από δύο μήνες κράτησε η μάχη εναντίον ενός εξαιρετικά κακού ιερέρως. Η εξέγερση κατά της αρχιερατικής εξουσίας στο Τζανκόι συνεχίζεται εδώ και δύο χρόνια και ενθαρρύνεται από τους ανθρώπους της Καγκεμπέ (Κ.G.B.). Έχουν πολλούς λόγους να μου συντομεύσουν την ζωή»[15].

Η χαρά και η ειρήνη της ψυχής βρίσκονται με τον αφανισμό του «σώματος της αμαρτίας»[16] και την ένταξη στην οδό του Χριστού. Η χριστιανική ζωή δεν είναι ζωή ανέσεων. Είναι κονταροκτύπημα με τις θλίψεις και τα δεινά του κόσμου που αποτελούν το περιεκτικό νόημα του σταυρού. Αν δεν καταργηθεί το σώμα της αμαρτίας που καθηλώνει τον άνθρωπο στον αμαρτωλό κόσμο, δεν μπορεί να ανθίσει ο καρπός του Πνεύματος. Όταν ο άνθρωπος δέχεται με πίστη και υπομονή τον πόνο και τις θλίψεις, βρίσκει στην ζωή του συνοδοιπόρο τον Χριστό. Τότε βλέπει το φως το αληθινό· υφίσταται την καλή αλλοίωση και γεύεται την αναφαίρετη χαρά και ειρήνη. Είναι η χαρά και η ειρήνη που έφερε και έζησε ο Χριστός ως άνθρωπος στον κόσμο: πριν από τον Σταυρό, επάνω στον Σταυρό και μετά από τον Σταυρό και την Ανάστασή Του. Είναι η χαρά και η ειρήνη της ασάλευτης βασιλείας Του.

Ο Χριστός ανεβαίνοντας στον Γολγοθά, παρόλους τους εμπαιγμούς που δέχεται, είναι ειρηνικός γιατί «ανεβαίνει προς τον Πατέρα Του και Πατέρα ημών». Ο Χριστός, «το απαύγασμα της δόξης του Πατρός», πάνω στον Σταυρό, παρόλο τον πόνο και την ατιμία που υφίσταται, είναι ειρηνικός γιατί συμφιλιώνει τον Άνθρωπο με τον Πατέρα και γίνεται ο μοναδικός Σωτήρας του κόσμου.
Το ίδιο βλέπουμε ότι έγινε και στην περίπτωση του Αγίου Λουκά Κριμαίας. Υπέμεινε τις θλίψεις, τον δικό του σταυρό και έφθασε στην Ανάσταση. Έγινε ο τέλειος μαθητής του Χριστού, ο συμφιλιωτής, ο μεσίτης μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού. Ο τέλειος μαθητής του Χριστού είναι αυτός που υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, που βέβαια δεν γίνονται από δική του υπαιτιότητα, αλλά χάριν της αγάπης του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός ομολογεί ότι «υμείς εστε οι διαμεμενηκότες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου· καγώ διατίθεμαι υμίν, καθώς διέθετό μοι ο Πατήρ μου βασιλείαν, ίνα εσθίετε και πίνητε επί της τραπέζης μου και καθίσεσθε επί θρόνων»[17]. Δηλαδή φαίνεται το πόσο ο Χριστός θα καταξιώσει αυτούς που υπέμειναν για χάρη Του θλίψεις, διωγμούς και πειρασμούς. Το τονίζει βέβαια και στον τελευταίο Μακαρισμό: «Μακάριοί εστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν, και είπωσιν παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι, ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς»[18]. Αυτός ο Μακαρισμός νομίζουμε ότι επαληθεύθηκε πλήρως στον Άγιο Λουκά Κριμαίας.

Ο Άγιος Λουκάς έγινε τέλειος μαθητής του Χριστού, πλατύνθηκε η καρδία του μέσω των θλίψεων, κατά το Ψαλμικό, «εν θλίψει επλάτυνάς με»[19], ώστε να χωρέσει μέσα του όλο τον Χριστό αλλά και όλους τους ανθρώπους, τους πονεμένους και θλιβομένους ανθρώπους. Κατέστη ο θαυματουργός άγιος για όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, όπου επικαλούνται το όνομά του. Όχι μόνο στην Κριμαία και την Ρωσία, αλλά και εδώ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα εδώ στην Βέροια με την παρουσία των χαριτοβρύτων αγίων λειψάνων του, αλλά και του περικαλλούς ιερού ναού του, του οποίου την εκ θεμελίων δημιουργία του ανέλαβε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, είναι αισθητή η παρουσία του και άπειρες είναι οι θαυματουργίες του (όπως ανέφερε και στην εισήγησή του ο αγαπητός μας αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Χρυσόστομος Παπαδάκης). Ας τον επικαλούμαστε με πίστη και αγάπη να μας ενισχύει στον σταυρό που σηκώνουμε, στις απροσδόκητες θλίψεις και διωγμούς της ζωής μας. Αμήν."

[1] Πράξ. 14,22.

[2] Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, Η πνευματική διαθήκη, έκδ. Ιεράς Μονής Σαγματά, χ.χρ., σ. 7-8.

[3] Βλ. αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου (νυν μητροπολίτου Αργολίδος), Αρχιεπίσκοπος Λουκάς εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 94-95.

[4] Α΄ Κορ. 15,10.

[5] Βλ. αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου (νυν μητροπολίτου Ἀργολίδος), Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, εκδ. Ακρίτας, Ἀθήνα 1999, σ. 249.

[6] Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες, ἐκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 182.

[7] Αποφθέγματα Γερόντων, Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, PG 65, 77AB.

[8] Α΄ Ἰωάν. 4,8.

[9] Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες, ἐκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 104

[10] Β΄ Κορ. 4,17.

[11] Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 204-205.

[12] Αγίου Λουκά Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, ὅ.π., σ. 180-181

[13] Βλ. αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου (νυν μητροπολίτου Αργολίδος), Αρχιεπίσκοπος Λουκάς εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 74

[14] αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου (νυν μητροπολίτου Αργολίδος), Αρχιεπίσκοπος Λουκάς εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 360.

[15] ό.π.

[16] Βλ. Ρωμ. 6,6.

[17] Λουκ. 22,28-30.

[18] Ματθ. 5,11.

[19] Ψαλμ. 4,2.