Δευτέρα 13 Μαΐου 2024 -

Μία συγκλονιστική ιστορία από την Κύπρο του 1974



Ήταν καλοκαίρι τού 1974. Τά τουρκικά στρατεύματα εισβάλουν στήν Κύπρο. Καί σκορπούν το θάνατο.
Στή Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός.
ούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς... Τούς φέρνουν στήν αυλή τού σπιτιού ενός ελληνοκύπριου δάσκαλου, καί τούς καταδικάζουν σέ θάνατο. Ετοιμάζουν τά όπλα. Καί στήνουν τούς αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στόν τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές γιά τούς μελλοθάνατους.

Περιμένουν μέσα σέ κλίμα φόβου καί αγωνίας τόν Τούρκο αξιωματικό νά έλθει καί νά διατάξει «πύρ».

Στρέφουν τότε τό νού τους καί τήν καρδιά τους στήν ελπίδα τών απελπισμένων.

Καί προσεύχονται όλοι τους θερμά γιά τό τελευταίο τους ταξίδι καί ιδιαίτερα ο δάσκαλος, «Θεέ μου, συγχώρησέ μας καί δέξου μάς κοντά σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τή Βασιλεία Σου.» Ο τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τούς στρατιώτες του μέ τά όπλα, κοιτάζει βλοσυρός καί τούς μελλοθάνατους. Ρίχνει μία ματιά πρός τά πάνω. Μία κληματαριά απλώνεται καί σκεπάζει τήν αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, γιά νά παρατείνει έτσι σκόπιμα τήν αγωνία τών αιχμαλώτων. Παίρνει τό τσαμπί. Μά, ενώ ετοιμάζεται νά τό φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή τού δασκάλου:

-Μήν τό φάς! Προχτές τό ράντισα μέ φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θά πεθάνεις!

Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Καί γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
-Καλά, αφού ξέρεις, ότι σέ λίγο θά δώσω διαταγή νά σάς σκοτώσουν, γιατί δέν μέ άφησες νά τό φάω καί έτσι νά μέ εκδικηθείς;

Τού απάντησε ο δάσκαλος, μέ ειρήνη καί γαλήνη:
-Είμαι χριστιανός. Καί τώρα πού πρόκειται νά φύγω από τόν κόσμο αυτό, καί νά παρουσιασθώ ενώπιόν του Θεού, δέν θά ήθελα νά βαρύνω τήν ψυχή μου μέ μία αμαρτία τόσο βαριά.

Ο τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, γιά μία ακόμη φορά.

Στρέφεται καί λέει στούς στρατιώτες του:
-Άν έβρισκα έναν τέτοιο τούρκο, θά έδινα καί τή ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τά όπλα καί αφήστε τούς ελεύθερους όλους!