Τρίτη 23 Απριλίου 2024 -

Νέα εμβόλια για την Όμικρον αν η ανοσία «μπλοκάρεται» από άλλα αντισώματα



Τέσσερις εποχιακοί κοροναϊοί – οι δύο από τους οποίους είναι βήτα κοροναϊοί, όπως ο SARS-CoV-2 – προκαλούν περίπου το 30% των κοινών κρυολογημάτων. Αντί να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του COVID-19, τα αντισώματα εναντίον τους μπορεί να επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση απέναντι στον SARS-CoV-2, εκτιμά μια πρόσφατη μελέτη. Αν και αυτά τα προϋπάρχοντα αντισώματα είναι πανταχού παρόντα, τα διαφορετικά επίπεδα ανάλογα το άτομο, μπορεί να επηρεάζουν την αντίδραση του οργανισμού στο νέο κοροναϊό, η οποία ποικίλλει από ανοσία έναντι της λοίμωξης μέχρι σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια και θάνατο.

Κοροναϊοί και μελέτες

Σχεδόν από την αρχή της πανδημίας, οι επιστήμονες διερευνούν πώς η ανοσία στους εποχιακούς κοροναϊούς μπορεί να επηρεάσει τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2, που αν και πρόκειται για νέο ιό, εντούτοις εντάσσεται στην κατηγορία των βητα κοροναϊών.

Αρκετές αναφορές, δείχνουν ότι τα προϋπάρχοντα αντισώματα του κοινού κρυολογήματος είναι ενεργά στις λοιμώξεις με SARS-CoV-2, σύμφωνα με τον Πάτρικ Γουίλσον, Καθηγητή Παιδιατρικής και ερευνητή στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο Γκέιλ και Ήρα Ντρούκιερ της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κορνέλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη εν λόγω μελέτη.

Πέρυσι, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ο Γουίλσον και οι συνεργάτες του, διαπίστωσαν ότι τα άτομα με σοβαρές οξείες λοιμώξεις SARS-CoV-2 είχαν σημαντικό αριθμό Β κυττάρων (κύτταρα μνήμης του ανοσοποιητικού που παράγουν αντισώματα) και αντιδρούσαν στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος. Τα κύτταρα είχαν πολλά μεταλλαγμένα και διαφοροποιημένα γονίδια, πιθανότατα δείχνοντας ότι προϋπήρχαν της λοίμωξης των ασθενών από τον SARS-CoV-2. Όσον αφορά την επίδρασή τους στην COVID-19, μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στις αρχές του 2021 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προϋπάρχοντα αντισώματα έναντι των κοροναϊών του κοινού κρυολογήματος δεν συσχετίζονται με την προστασία από SARS-CoV-2.

Αλλά τα συνολικά ευρήματα ήταν ασαφή. Συνολικά, είναι δύσκολο να πούμε προς ποια κατεύθυνση κλίνουν, επειδή το εύρος των μελετών, οι συμμετέχοντες και οι μέθοδοι ποικίλλουν, σύμφωνα με τη Μορίν ΜακΓκάργκιλ, ανώτερη συγγραφέα της πρόσφατης μελέτης και συνεργάτη του τμήματος ανοσολογίας του ερευνητικού παιδιατρικού νοσοκομείου Σαιντ Τζουντ, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα.

«Έχοντας υπόψη αυτές τις προειδοποιήσεις, υπήρξαν επτά αναφορές που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι τα υψηλά επίπεδα ανοσίας στους κοινούς κοροναϊούς ήταν ευεργετικά, ενώ τέσσερις ανέφεραν ότι ήταν επιζήμια και τρεις ανέφεραν ότι δεν είχε επίπτωση», έγραψε η ΜακΓκάργκιλ σε ένα email της στο επιστημονικό περιοδικό JAMA.

Στη μελέτη της, που δημοσιεύθηκε στο Cell Host & Microbe τον Ιανουάριο, η ίδια και οι συνάδελφοί της από το Σαιντ Τζουντ διερεύνησαν εάν τα διαφορετικά επίπεδα προϋπάρχουσας ανοσίας στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος επηρέασαν την πιθανότητα μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 ή αν οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα μετά τη μόλυνση.

«Αυτό είναι σημαντικό να το μελετήσουμε, καθώς ακόμα δεν καταλαβαίνουμε γιατί ορισμένα άτομα είναι πιο ευαίσθητα από άλλα στη μόλυνση από SARS-CoV-2», εξήγησε.