Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024 -

Γύθειο: H κωμόπολη που μοιάζει με κυκλαδίτικο νησί και το γραφικό λιμάνι



Το Γύθειο είναι ιστορική κωμόπολη και λιμάνι που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο κοντά στις εκβολές του ποταμού Ευρώτα, δυτικά του μυχού του Λακωνικού κόλπου.

Η κωμόπολη έχει χαρακτηριστικά που ομοιάζουν με νησί των Κυκλάδων, ενώ αποτελεί ιδανική επιλογή για βόλτα στα γραφικά σοκάκια της με τα παραδοσιακά νεοκλασικά κτίρια, αλλά και στον παραλιακό δρόμο, όπου αντικρίζεις αραγμένα καΐκια.

Το λιμάνι συνδέει το Γύθειο με τα νησιά των Κυθήρων και Αντικυθήρων, τον Πειραιά και την Κρήτη (Χανιά) ενώ εξυπηρετεί και κρουαζιερόπλοια που διαπλέουν την Ανατολική Μεσόγειο.

To Γύθειο είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Λαρύσιο και αποτελεί το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού κόλπου και το δεύτερο της νότιας Πελοποννήσου, μετά την Καλαμάτα.

Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται μέσω μικρού προβλήτα με ένα μικρό χαρακτηριστικό νησάκι, την αρχαία Κρανάη ή Μαραθονήσι, όπου βρίσκονται ο πύργος Τζαννετάκη, ο οκτάγωνος ομώνυμος φάρος (φάρος Κρανάης ύψους 23μ., που κατασκευάσθηκε το 1873 από μάρμαρο του Ταινάρου) και ο μικρός ναός Αγίου Πέτρου. Μάλιστα, το παρεκκλήσι προτιμάται από πολλά ζευγάρια για τους γάμους τους, λόγω της υπέροχης θέας του στην πόλη και της γραφικής τοποθεσίας του.

Επίσης, το Γύθειο αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου που περιλαμβάνει 18 δημοτικά διαμερίσματα, καθώς και έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης.

Ως τοπωνύμιο το Γύθειο πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο αιώνα π.Χ Πρώτη αναφορά κάνει ο Θουκυδίδης (1, 108) στην επιδρομή του Αθηναίου Τολμίδη στον Λακωνικό στα νεώρια των Σπαρτιατών χωρίς όμως ν΄ αναφέρει ρητά το Γύθειο. Ο Πολύβιος και ο Στράβων αναφέρουν το Γύθειο με «ει». Ενώ ο Παυσανίας, καθώς κι οι νεότεροι, όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος με «ι». Έτσι ακόμη νεότεροι κάνουν χρήση και των δύο τύπων.

Ο Παυσανίας ως ετυμολογία του ονόματος παρουσιάζει στα «Λακωνικά» του την πεποίθηση των αρχαίων κατοίκων ότι σήμαινε «Γη των θεών», από την ομηρική λέξη τετράγυον «Γύον» (Γη) + θεός και αυτό από την παράδοση ότι κάποτε ο Ηρακλής και ο Απόλλων κατά το χτίσιμο της πόλης ήλθαν σε σύγκρουση εξ αιτίας του μαγικού τρίποδα του Μαντείου των Δελφών. Επειδή όμως ο αγώνας δεν αναδείκνυε νικητή, τελικά κατόπιν της μεταξύ τους συνδιαλλαγής αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας ονόμασαν την πόλη «Γη θεών» με συνέπεια να τιμώνται και οι δύο στην πόλη αυτή.

Είναι καταφανές ότι ο μύθος αυτός δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνεύρεση του αχαϊκού και δωρικού πνεύματος, από την εξ ανάγκης αποδοχή και κοινή συγκατοίκηση των Αχαιών (Απόλλων) με τους Δωριείς (Ηρακλείδες) μετά την κάθοδο (επιστροφή τους), αφότου σταμάτησε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Την ετυμολογία αυτή του Παυσανία επανέλαβαν πλήθος νεότερων συγγραφέων μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα το «ετυμολογικό πρόβλημα Γυθείου» συνεχίζει να υφίσταται.

Πρώτος που ξεκίνησε τις αρχαιολογικές έρευνες στο Γύθειο ήταν ο Ανδρέας Σκιάς το 1891, αποκαλύπτοντας το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο του, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου.

Το έργο εκείνου συνέχισαν πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων και η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τη μελέτη των αρχαιολογικών και σπηλαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών αναφορών των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων έχουν παρουσιασθεί σπουδαία συγγράμματα για την ιστορία του Γυθείου. Μεταξύ αυτών, αξίζει ν΄ αναφερθούν εκείνες των: Ιωάννη Πατσουράκου (1902), Γερ. Καψάλη, Π. Καλονάρου, Σ. Σκοπετέα, , Βάσου Τσιλιβάκου, Απόστ. Δασκαλάκη, αλλά και του ακαδημαϊκού Σ. Κουγέα.

Σύμφωνα με το γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία, ο Πάρις πέρασε σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την Ωραία Ελένη ύστερα από την αρπαγή της. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το Γύθειο ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και τον Απόλλωνα. Ο Ηρακλής και ο Απόλλων παριστάνονταν συχνά στα αρχαία νομίσματα της πόλης όπως και οι Διόσκουροι. Η μορφή των ονομάτων τους δείχνει ότι είχαν έντονη επίδραση από τους Φοίνικες από την Τύρο οι οποίοι σε πανάρχαιους χρόνους έκαναν συχνά εμπόριο στην περιοχή.

Παράλληλα, στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν ακόμη ερείπια από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο θέατρο και στον λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου.

Πως προέκυψε η ονομασία «Μαραθονήσι»

Με το πέρασμα των αιώνων οι επιχώσεις των χειμάρρων των γύρω υψωμάτων έθαψαν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας πόλης. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα το Γύθειο ήταν τελείως ξεχασμένο. Η τοποθεσία που προϋπήρχε ονομάστηκε «Μαραθονήσι» από το γνωστό μυρωδικό φυτό, το μάραθο, που βλάστανε πλούσια στη νησίδα Κρανάη και τη γύρω στεριά. Το 17ο αιώνα η περιοχή αυτή ήταν ένας λόγγος γεμάτη αγρίμια και βάλτους και τελείως ερημική από ανθρώπινη ζωή.

Οι Μανιάτες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα ούτε που πλησίαζαν την περιοχή αυτή αποφεύγοντας αφενός τον τρομερό κίνδυνο της θανατηφόρου ελονοσίας, αφετέρου τις ληστρικές επιδρομές των Οθωμανών κουρσάρων. Οι δε Τούρκοι διατηρούσαν μόνο μία φρουρά στο βόρειο ύψωμα της Σεληνίτσας, (σημερινή βόρεια παραλία του Γυθείου) και δυτικά της περιοχής το φράγκικο Κάστρο του Πασσαβά σχηματίζοντας έτσι την μοναδική σφήνα στην ελεύθερη περιοχή της Μάνης.

Το 1685 οι Ενετοί, ευρισκόμενοι σε πόλεμο με τους Τούρκους και βοηθούμενοι από τους Μανιάτες, κατέλαβαν το Κάστρο του Πασσαβά και εξόντωσαν την εκεί φρουρά. Η κατάληψη αυτού του οχυρού υπήρξε σημαντική στην ιστορία της Μάνης χαρίζοντας στους Μανιάτες την ασφάλεια της ελεύθερης επικοινωνίας με το Μαραθονήσι, που άρχισαν έτσι σιγά – σιγά να κατοικούν. Μάλιστα δύο χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1687, όταν ο Βενετός στρατηγός Πολάνι βοηθούμενος από 6.000 Μανιάτες επιχειρούσε την κατάληψη του Μυστρά, ο ναύαρχος Μοροζίνι κατέπλευσε στον όρμο του Μαραθονησίου.

Ο πύργος του Τζαννετάκη

Το σύγχρονο Γύθειο ιδρύθηκε από τον Τζανέτο Γρηγοράκη ή Τζανήμπεη (1742-1813), ο οποίος ήταν ο τρίτος Μπέης της Μάνης, και τους τρεις γιους του, ώστε να γίνει πρωτεύουσα της Ανατολικής Μάνης. Αρχικά δημιουργήθηκε ένας οικισμός δίπλα στο καραβοστάσι γύρω από το ναό του Άη Γιώργη και το πύργο του Καπετάν Δημητράκη Γρηγοράκη, ο οποίος προστάτευε τόσο το λιμάνι όσο και το Μαραθονήσι απέναντι.

Διαμορφώθηκε πλατεία με καταστήματα και εργαστήρια και γύρω της κτίστηκαν μικρά σπίτια, ισόγεια ή διώροφα, για τις οικογένειες που πήγαν να ζήσουν εκεί. Λίγο πιο βόρεια, στην άκρη του λιμανιού, έχτισε πύργος ο πρωτότοκος γιος του μπέη, ο Πιέρρος Μαγγιόρος. Παράλληλα, δύο χλμ. νότια, στο ακρωτήρι Λυκοβούνι ή Μαυροβούνι, ο Τζανήμπεης έκτισε οχυρό-κατοικία το οποίο είναι γνωστό ως Γουλάδες ή Μπεάνικα.