Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

«Το Σημείο Τομής»: Μια παράσταση για τις επιλογές, τα λάθη και τον αγώνα με τον χρόνο



Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας

Η παράσταση «Το Σημείο Τομής» που παρουσιάζεται στο θέατρο «Altera Pars» έρχεται να καταθέσει, ήρεμα, διακριτικά, δίχως αυτό να αποτελεί αυτοσκοπό της και για αυτό χωρίς να το «φωνάζει» καθόλου, μια λίαν ευπρόσδεκτη ανανεωτική πρόταση ως προς την θεατρική πράξη. Την υλοποιεί μάλιστα με λιτότητα μέσα για όλες τις παραμέτρους της, από την δραματουργία και την σκηνοθεσία μέχρι τα σκηνικά και τις ερμηνείες.

Όπως συμβαίνει πάντα στο θέατρο αφετηρία και βάση είναι το κείμενο της Μαρθίλιας Σβάρνα το οποίο ξεκινά από μιαν απλή ιδέα την οποία αναπτύσσει εξίσου απλά αλλά με στέρεα δομή και απολύτως σαφείς προθέσεις που εκπληρώνονται στο έπακρο. Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων στη Νέα Υόρκη, ο Αμερικανός Μπράιαν και η Αγγλίδα Κάρολ, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις κοινές σπουδές τους και αρχίσει την διαδρομή τους ως ζωγράφοι, είναι φίλοι, συγκάτοικοι αλλά και συνεργάτες, αποτελούν ένα ζωγραφικό/δημιουργικό δίδυμο. Το ότι η συγγραφέας, όπως λέει το σημείωμα της, τοποθετεί χρονικά την δράση στο τέλος της δεκαετίας του ’60 – αρχές εκείνης του ’70, οφείλεται στην προτίμηση της στην μουσική, ίσως και στην συνολική ατμόσφαιρα και «αύρα» της εποχής. Όπως όμως υπαινίσσεται επίσης στο ίδιο σημείωμα αυτό έχει πολύ μικρή σημασία γιατί πολύ σύντομα, αυθόρμητα, σχεδόν αυτόματα, η δράση μεταφέρεται σε ένα χρονικό και χωρικό limbo, γίνεται μια διαχρονική, παγκόσμια και πανανθρώπινη ιστορία.

Ο Μπράιαν και η Κάρολ απομακρύνονται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με τον πρώτο να ζει για αρκετά χρόνο στην Γαλλία. Μετά από εντάσεις και τσακωμούς εξ αποστάσεως, ακόμα και μια περίοδο παντελούς έλλειψης επικοινωνίας ανάμεσα τους, επιστρέφει και επαναπροσεγγίζονται, αρχίζουν μάλιστα να συγκατοικούν και πάλι, αλλά δίχως να φτάσουν στο προηγούμενο σημείο επαφής. Όλα αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο των σχέσεων τους με άλλα πρόσωπα, ελάχιστα ή και καθόλου παρόντα στην δράση αλλά καθοριστικά για τους δύο χαρακτήρες και με φόντο τον ανομολόγητο για αμφοτέρους έρωτα τους ο οποίος ολοφάνερα γεννήθηκε ήδη την στιγμή που γνωρίστηκαν. Μέσα από την καθημερινότητα τους, τις αδυναμίες, τις αμφιβολίες, ακόμα και τις καταχρήσεις τους (αλκοόλ αλλά και ναρκωτικά) φαίνεται το πως ωριμάζουν, με διαφορετικό τρόπο η μία από τον άλλο. Έτσι φτάνει η στιγμή που ομολογούν και παραδέχονται ότι είναι ερωτευμένοι οπότε λογικά η κοινή έτσι και αλλιώς, ζωή τους θα έπρεπε να γίνει πιο όμορφη και πολύ καλύτερη. Πόσο σίγουρο και εύκολο όμως είναι ότι μπορείς να καλύψεις τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος, ακόμα και του πρόσφατου, αλλά και να επουλώσεις τα μεγαλύτερα ή μικρότερα τραύματα που σου άφησε;

Η απλή αυτή αφήγηση διατυπώνεται σκηνικά με όλη την γκάμα των εκφραστικών μέσων της να αξιοποιούνται ευρηματικότατα και συχνά άκρως ανανεωτικά, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της παράστασης μετά το σφιχτό, δίχως πλεονασμούς και τίποτα το περιττό, κείμενο της. Ο μοναδικός ουσιαστικά χώρος στον οποίο εξελίσσεται η δράση, ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα, οικία και τόσο οικείος για τους χαρακτήρες, υπάρχουν στιγμές που μετατρέπεται σε αληθινή φυλακή, όπως συμβαίνει πολλές φορές με τα σπίτια τα οποία, από χώροι εντός των οποίων κατοικούμε, γίνονται δεσμωτήρια των σωμάτων, των σκέψεων, ακόμα και των ψυχών μας.

Τρίτη αρετή της παράστασης το ότι η συγγραφέας, παρά την αγάπη της για μια συγκεκριμένη εποχή και την μουσική της η οποία ακούγεται σχεδόν συνεχώς και σε μεγάλη ένταση κατά την διάρκεια της, δεν παύει να είναι παιδί της δικής της, της σημερινής, με όλες τις προσλαμβάνουσες και τις επιδράσεις που σημαίνει αυτό. Παρ’ όλη λοιπόν την επιφανειακή ηρεμία ο εσωτερικός ρυθμός της παράστασης είναι εξαιρετικά ταχύς, σχεδόν ασφυκτικός, με ελάχιστες και σχεδόν στιγμιαίες παύσεις πριν αρχίσει να «τρέχει» και πάλι. Προσωπικά υπήρχαν στιγμές που η αίσθηση που μου άφηνε ήταν πολύ κοντινή με εκείνη της ταινίας του Ντάνι Μπόιλ «Trainspotting». Αλλά και γενικότερα, αισθητικά αλλά ακόμα και ερμηνευτικά, θα έλεγα ότι η παράσταση είναι πολύ περισσότερο...«κινηματογραφική» παρά θεατρική, γεγονός όχι παράδοξο αν λάβουμε υπόψη ότι η συγγραφέας έχει σπουδάσει και κινηματογραφική υποκριτική, άρα αναπόφευκτα η γραφή της έχει πολλές συνειδητές και ακόμα περισσότερες ίσως υποσυνείδητες επιρροές από το σινεμά.

Τελευταία αρετή και ταυτόχρονα καθοριστικότατο δομικό στοιχείο της παράστασης, αν και υπερβαίνει την μορφή, ακόμα και την δομή της και εκφράζει την ίδια την φιλοσοφία της, η σύγχρονη, μετά-Μπρεχτική αποστασιοποίηση η οποία την διαπνέει.Οι ηθοποιοί όχι μόνο μιλούν και απευθύνονται με διάφορους τρόπους στο κοινό αλλά, εκτός το ότι κάνουν οι ίδιοι όποιες μετακινήσεις και αλλαγές των σκηνικών χρειάζονται, κάποιες στιγμές συνομιλούν μεταξύ τους ως οι εαυτοί τους και όχι οι χαρακτήρες τους, φτάνοντας μάλιστα ακόμα και να τους σχολιάζουν! Ουσιαστικά πρόκειται για – με την υποστήριξη των λιτότατων μα και λειτουργικότητα των σκηνικών - μιαν αντιστροφή της συνθήκης «το θέατρο μέσα στο θέατρο», σε αυτή την περίπτωση καθίσταται απολύτως φανερό ότι πρόκειται για ένα θεατρικό έργο το οποίο παίζεται σε έναν συγκεκριμένο θεατρικό χώρο μπροστά σε συγκεκριμένους, διαφορετικούς βέβαια κάθε φορά, θεατές. Θα μπορούσα μάλιστα να υποθέσω – δίχως φυσικά να ξέρω αν ήταν στις προθέσεις της συγγραφέως – ότι πρόκειται ακόμα και για αντιστροφή του ορισμού του Αριστοτέλη για το θέατρο, ότι δηλαδή αντί για «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας» εδώ έχουμε να κάνουμε μόνο με την έμπνευση και το πνευματικό πόνημα ενός ανθρώπου – βασισμένο προφανώς στις παρατηρήσεις και τις εμπειρίες του από την ζωή – το οποίο παρίσταται σκηνικά.

Διαμέσου όλων αυτών πραγματεύονται με καθόλου υπέρμετρη δραματικότητα, ούτε καν με σοβαροφάνεια αλλά αντίθετα με αρκετό ή και άφθονο χιούμορ, τα απλά, καθημερινά αλλά εντέλει πολύ σημαντικά, κομβικά για την ανθρώπινη ζωή ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του έργου. Είμαστε μόνοι μας λόγω των συνθηκών ή κάποιες φορές εμείς επιλέγουμε την μοναξιά; Πόση σημασία έχει ακόμα και η πολύ μεγάλη χωρική απόσταση όταν είσαι αληθινά πολύ κοντά ψυχικά, συναισθηματικά και διανοητικά με κάποιον άλλο, μήπως καμία; Πόσο αντίστοιχα μας χωρίζει ο χρόνος από τους άλλους; Ποιες επιλογές είναι πραγματικά δικές μας και ποιες μας επιβάλλονται από τις συνθήκες ή και τις συγκυρίες; Μπορούμε ποτέ να επανορθώσουμε ένα λάθος ή πρέπει απλά να το παραδεχόμαστε ώστε να μην το επαναλάβουμε; Μπορούμε να αλλάξουμε μια λανθασμένη επιλογή μας με μια σωστή ή είναι αδύνατο αν έχει παρέλθει ο χρόνος στον οποίο οφείλαμε να την έχουμε κάνει; Και πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις μεγάλες και μικρές δυσκολίες, αμφιβολίες και ματαιώσεις της ζωής στο πλαίσιο της συνεχούς μάχης με τον χρόνο που έχουμε στη διάθεση μας και κάθε στιγμή λιγοστεύει ενώ ταυτόχρονα παραμένουμε άνθρωποι και επιπλέον προσπαθούμε να γινόμαστε ολοένα καλύτεροι τέτοιοι;

Η Μαρθίλια Σβάρνα έγραψε αυτό το (πρώτο) θεατρικό έργο της στα αγγλικά και με τον τίτλο «Our Basement» κατά την διάρκεια των σπουδών της στο Lee Strasberg Theatre and Film Institute και το ανέβασε σε θέατρο του Χόλιγουντ σε σκηνοθεσία διακεκριμένης καθηγήτριας του Actors Studio. Όπως δηλώνει η ίδια κίνητρο της ήταν όσα βίωνε τότε στην Αμερική και κυρίως «η απόσταση από οτιδήποτε δικό μου» και αυτό βγήκε απόλυτα στο κείμενο κάνοντας το να ανήκει στο μάλλον σπάνιο πια είδος της βιωματικής μυθοπλασίας. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το μετέφρασε στη γλώσσα μας με τίτλο «Το Σημείο Τομής», η σκηνοθεσία του Γιώργου Σίμωνα του έδωσε μια πιο σουρεαλιστική διάσταση και καθοδήγησε άριστα την ίδια και τον Λάμπρο Κωνσταντέα που ερμήνευσαν υποδειγματικά αλλά και απολαυστικά, με πολλή φρεσκάδα και κέφι, τους ρόλους τους.

Το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετική παράσταση που με το γλυκόπικρο – και σε ένα βαθμό αμφίσημο – φινάλε της φτάνει στην μικρή κάθαρση της, ναι, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε τα λάθη μας, να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας και να αλλάξουμε τις λανθασμένες επιλογές μας με σωστές ώστε να συνεχίσουμε να προχωρούμε...καθώς ό,τι είναι ζωντανό προχωρεί και μόνον οι νεκροί μένουν ακίνητοι. Το απλό μα και τόσο σπουδαίο αυτό μήνυμα περνάει και με το παραπάνω στον θεατή κάνοντας σε να βγαίνεις από το θέατρο με ένα χαμόγελο και την ψυχή σου λίγο πιο ελαφρή, γεγονός καθόλου ευκαταφρόνητο για οποιοδήποτε δημιούργημα και παράσταση στην εποχή μας. Αξίζει πραγματικά να παρακολουθήσετε την παράσταση «Το Σημείο Τομής» την επόμενη Δευτέρα και Τρίτη που θα παίζεται ακόμα στο «Altera Pars» αν και θα ήταν πολύ καλό να επαναληφθεί για περισσότερο καιρό και ίσως σε έναν λίγο μεγαλύτερο χώρο.

«Το Σημείο Τομής» ( Οur Βasement)  

 

Κείμενο : Μαρθίλια Σβάρνα
Σκηνοθεσία : Γιώργος Σίμωνας
Σκηνικά Κοστούμια : Δάφνη Πανοτοπούλου
Φωτισμοί : Τάκης Ποδαρόπουλος
Μουσική επιμέλεια Γιώργος Σίμωνας
Βοηθός Σκηνοθέτη : Μαριέλλα Παναγιώτου
Φωτογραφίες Αφίσας : Μαρία Μπελεγρίνη
Φωτογραφίες παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου
Αφίσα : Μάριος Γαμπιεράκης
Κατασκευή Σκηνικών: Sickmyduck lab
Ευχαριστούμε πολύ τα group Acid Baby Jesus για την παραχώρηση της
μουσικής του «Love has left my house today», και τους The Bonnie Nettles
για το «Rave on Love me».

Ερμηνεύουν Μαρθίλια Σβάρνα, Λάμπρος Κωνσταντέας.

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Altera Pars.
Τιμές εισιτηρίων γενική είσοδος 12 ευρώ
Φοιτητικό / μειωμένο / ΑΜΕΑ/ 8 ευρώ
Διάρκεια έργου 80’

Πληροφορίες :
Altera Pars / Μεγ. Αλεξάνδρου 123 Αθήνα, Κεραμεικός/ τηλ 210 3410011
Σταθμός Μετρό Κεραμεικός