Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Ένας ξεχωριστός Δεκαπενταύγουστος στην Όλυμπο της Καρπάθου..ΕΙΚΟΝΕΣ



Αν δεν έχεις ζήσει τον Δεκαπενταύγουστο στο Πλατύ την ώρα που ο ήλιος βουτά στο Καρπάθιο πέλαγος και αρχίζει ο χορός στη χάρη της Παναγίας, δεν μπορείς να καταλάβεις λέξη από τα μυστήρια της Ολύμπου.

Λέξη κυριολεκτικά, αφού και η ασυνήθιστη λαλιά των ανθρώπων εδώ στο απρόσιτο, βόρειο, άκρο της Καρπάθου, ακούγεται σαν μελωδική ηχώ από τα βάθη των αιώνων, κατευθείαν από τις φωνητικές χορδές των Δωριέων, που λάτρευαν όσο κανείς άλλος τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας και τα ψηλά απότομα βράχια που είναι ριζωμένα στο βυθό της. Λευκαντίος σε πρώτο πλάνο, Ανεπρόσωπος μετά, Κόκκινη Ρίζα στο βάθος.

Αλλά και Σαραντάκοπος, Ασία, Μαλό, Αχορδέα, Κοχλίας. Εις του Κοχλία τον φραμό, (δ)εν άφτει πιο φωτία γιατί ξενιτευτήκασι, ούλα τα οσκαρία.

 Τα πάντα, το τοπίο και τα συναισθήματα, γκρεμίζονται και όλα ανορθώνονται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Από τη μεριά της θάλασσας οι απότομες πλαγιές κατρακυλούν μέχρι το γιαλό με κοσμογονικό πάταγο. Στα αφτιά σου φτάνει η μακρινή μουρμούρα του πελάγους, αλλά εδώ είναι ένα μέρος που βλέπεις τους ήχους, παρά τους ακούς.

Κι αυτή η υπερβατική εικόνα των εξαιρετικά απότομων βουνών, με την κορφή τους να χάνεται μέσα στο σύννεφο του μπονέντη, είναι το πιο συναρπαστικό σκηνικό για να κουρδίσει η πρωτόγονη λύρα και η αρχέγονη τσαμπούνα, παρέα με το λαούτο, για να δοθεί το σύνθημα να αρχίσει το γλέντι.

 

 Το σπουδαίο και θαυμαστό στην Όλυμπο είναι ότι το τελετουργικό της ζωής των ανθρώπων της είναι τυλιγμένο με ένα πέπλο που υφαίνεται με επιμονή εδώ και αιώνες.

Το πέπλο δεν είναι αραχνοΰφαντο, αλλά πλεγμένο με χοντρά, αδιαπέραστα από τη διάβρωση του χρόνου, νήματα που τους κρατούν ακόμη δυναμικά δεμένους με τα τοπία της καταγωγής τους, γεμάτο «πλουμία» που γίνονται με απέραντο σεβασμό και μεράκι, όπως η Μαρίνα πλέκει με γρήγορες κινήσεις ένα απλό «κλειόεμα», το κορδόνι που περνούν τα κλειδιά τους, ή κεντά μεγάλα ρόδα σε μια πολύπλοκη μαντήλα που στολίζουν τον κεντρικό στύλο του σπιτιού

 Κι αυτό το πέπλο που προσομοιάζει τόσο πολύ με το σύννεφο του μπονέντη που σκεπάζει το ξημέρωμα το χωριό τους, κρατά ζεστό στο βάθος της ψυχής των ανθρώπων του αλλά και των φιλοξενούμενων, το μυστήριο της ζωής.

Το καβάι ή το σακοφούστανο, αυτή η πολύχρωμη παραδοσιακή φορεσιά – πιο σοβαρή για τις παντρεμένες πιο φανταχτερή για τις ελεύθερες – που φορούν οι μεγάλες γυναίκες καθημερινά και οι νεότερες όταν έχουν γιορτή, όπως σήμερα το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, προσομοιάζει με τα ρούχα των λαών που ζουν γύρω από τα Ιμαλάια στην ήπειρο της Ασίας.

 Μπορεί να έχεις δει μια γυναίκα με την ολυμπίτικη φορεσιά της στην Αθήνα ή ακόμη και στη Νέα Υόρκη. Κάποιες δεν την αποχωρίζονται ποτέ και όλες την φορούν με περισσή υπερηφάνεια.

 Την ράβουν και την κεντούν μόνες τους, εκτός από τα καλά πασούμια και τα καθημερινά στιβάνια που τα τσαγγαρεύει με τέχνη ο Γιάννης Πρεάρης, με όση βάζει και όταν παίζει λαούτο στα γλέντια.

Κορίτσι ετραγούδησε στην εντολή τ’ αγέρα και παίρνει αγέρας τη λαλιά κι εις το γιαλό τη ρίχνει κι η θάλασσα εμπονάτσαρε και τα καράβια αράξαν μ’ ένα καράβι της φιλιάς, καράβι της αγάπης να ταξιδέψει δεν μπορεί να ’ράξει δεν ηξέρει…

 Οι ελεύθερες κοπέλες που κατάγονται από κανακαρά, πρωτότοκη, μητέρα, έχουν εφαρμοσμένη στον μπούστο τους την κολαΐνα, έναν ολόκληρο θησαυρό από χρυσά νομίσματα, βενέτικα φλουριά, κωνσταντινάτα και πεντόλιρα.

Αυτή ήταν παραδοσιακά μια ευκαιρία επίδειξης του πλούτου της υποψήφιας νύφης. Εξάλλου αυτή εδώ η εκκλησιά της Κοίμησης ήταν ο χώρος των κανακάρηδων, της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ της Ολύμπου που διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του χωριού.

 Η εκκλησιά ευωδιάζει. Προσκυνητές μπαίνουν από την κεντρική είσοδο κρατώντας μεγάλες αγκαλιές βασιλικό, τον οποίο αφιερώνουν στην Παναγία. Ώριμες γυναίκες με το μαύρο ή σκούρο μπλε «καβάι», στολισμένο με πλήθος πολύχρωμα «πλουμία», με κεντημένα μανίκια, την ανθοστόλιστη «ποέα», την ποδιά που σταυρώνουν από κάτω τα χέρια τους, τη λευκή σαν αρχαίο χιτώνα πουκαμίσα, το μαντίλι με τα μεγάλα κατακόκκινα ρόδα και τα πλουμισμένα στιβάνια – καταφθάνουν με το καταστόλιστο με λουλούδια, μυρτιές και άλλα μυριστικά, πανέρι στο κεφάλι τους.

 Μέσα έχουν τοποθετήσει το «πεντάρτι», τον ζυμωτό άρτο που φούρνισαν στον ξυλόφουρνο, όπου συνεχίζουν να ψήνουν και το ψωμί τους, για χάρη της Κυράς και τον έχουν διακοσμήσει με τα αρχικά τους και σχέδια που έκαναν με «μοσχοκάρφια» (γαρίφαλα).

 Όταν τον τοποθετήσουν ευλαβικά στο τραπέζι στη μέση της εκκλησιάς, βγαίνουν μετά στο προαύλιο και σκορπίζουν τα λουλούδια και τα μυριστικά στο Πλατύ, για να «πατήσει» επάνω τους η ασημοφορεμένη εικόνα της Κοίμησης.
 Μοσχοβολά ο τόπος από λιβάνι, κεριά, γλυκάνισο, βασιλικούς, μυρτιές, λουλούδια και το άρωμα του μπονέντη που ανεβαίνει από το πέλαγος. Η πρώτη εικόνα της Ολύμπου σου κόβει την ανάσα. Απ’ όπου κι αν την προσεγγίσεις, από τα Σπόα ή από το Διαφάνι, η μεταφυσική εικόνα της σε αφήνει να μετεωρίζεσαι μεταξύ ουρανού και γης.

 Σπίτια σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, του λουλακιού και του ρόδινου, δημιουργούν μια ζωγραφιά στην απέναντι κορυφογραμμή. Γύρω της γκρίζα βουνά με μυτερές κορφές, στα οποία σκαρφαλώνουν μερικοί ανεμόμυλοι, και στην κορφή τους έχει προφτάσει ήδη ο Προφήτης Ηλίας.

Από τη μεριά της θάλασσας, στη συνοικία Έξω Καμάρα, τα σπίτια της Ολύμπου σταματούν μισό βήμα πριν γκρεμιστούν μέχρι κάτω τις Φρίκες. Από την άλλη πλευρά, τα σπίτια κατρακυλούν μέχρι το βάθος της ρεματιάς.

Πολλά άλλα κτίσματα μοιάζουν να διστάζουν να κινδυνεύσουν να γκρεμιστούν ή να κατρακυλήσουν, και συνωστίζονται στην κόψη, εκατέρωθεν του κεντρικού σοκακιού που διατρέχει την πιο πυκνή γειτονιά του οικισμού μέχρι το Πλατύ, την μικρή πλατεία μπροστά στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, το επίκεντρο της ζωής στην Όλυμπο.

 Η πολύ ατμοσφαιρική εκκλησία με τη φιγούρα του πρωτομερακλή παπά Γιάννη, φαίνεται να είναι η κορυφή του οικισμού, απ’ όπου ξεκινούν όλα και το σημερινό πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου φυσικά. Στην απέναντι άκρη όμως και στην πίσω γειτονιά, ο οικισμός καταλήγει σε σειρές ανεμόμυλων, που κάποτε συντηρούσαν τη ζωή στην Όλυμπο και τώρα συντηρούν τη μαγευτική εικόνα της.

Μετά την απόλυση η εικόνα της Παναγίας βγαίνει στο Πλατύ για να την ασπαστούν όλοι. Οι άρτοι κόβονται σε κομμάτια και ο παπα-Γιάννης προσφέρει στους προσκυνητές λουκουμάδες βουτηγμένους στο μέλι.

Ένα απίθανο μπλέξιμο συμβαίνει στο Πλατύ, καθώς επισκέπτες με θερινές αμφιέσεις, και ίσως κάποιο παραδοσιακό μαντίλι στο κεφάλι, ντόπιοι με τα καλά τους, σύγχρονα ρούχα, γυναίκες, κορίτσια και παιδιά με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες περιμένουν να ασπαστούν την εικόνα.

 Κάποιες γυναίκες έχουν στην πλάτη τους ένα «φορτίο» μέσα σε ένα υφαντό χρωματιστό σεντόνι. Το κρατούν από πολύχρωμα κορδόνια πάνω από τον ώμο τους και κάπου-κάπου τον κουνούν. Οι επισκέπτες δεν υποψιάζονται ότι αυτή είναι μια παραδοσιακή κούνια και το «φορτίο» είναι μωρό.

Στο Μέγαρο, ο Ηλίας Λιορεΐσης μαγείρεψε για τους ξένους το πιάτο του πανηγυριού, σφαχτό κοκκινιστό με άσπρο πιλάφι και πατάτες τηγανητές. Οι εδικοί πάνε και τρώνε στα σπίτια τους και μετά έρχονται για το γλέντι.

Το Μέγαρο – ανάμνηση, ίσως, του μινωικού παρελθόντος του Καρπαθίου πελάγους – γεμίζει ξανά και ξανά, αλλά, κάποια στιγμή, το κουδούνισμα των πιρουνιών που χτυπούν στα πιάτα κατά το βυζαντινό συνήθειο, επιβάλλει ησυχία για να κηρύξει παπά-Γιάννης και οι ψάλτες την έναρξη του γλεντιού.

 Ξεκινούν με τροπάρια και γρήγορα περνούν στα φημισμένα τραγούδια της τάβλας, που τα τραγουδούν μόνο με τη μελωδία της φωνής τους, όπως το βυζαντινό «Άρχοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένια τάβλα», αλλά και «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν» και «Κόρη το μαξιλάρι σου».

Αυτός που ξέρει λέει τον στίχο και οι μυημένοι ακολουθούν εν χορώ: Κόρη το μαξελάρι σου, το μεσονυχτικό σου μου το ΄πεψες να κοιμηθώ γη να τ΄ανερωτήξω; Αουρε εγώ σου το ΄πεψα ως θέλεις να το κάμεις, α(ν) θέλεις ν΄αποκοιμηθείς γη να τ΄ανερωτήξεις. Πε(ς) μου μαξελαράκι μου, πε μου προσκέφαλό μου α(ν) μ΄α(γ)απά η λυ(γ)ερή, α μ΄αγαπά η κυρά σου.

 Στο μεταξύ στο Πλατύ το γενεσιουργό κύτταρο του γλεντιού, η παρέα των μερακλήδων με τους βασιλικούς της Παναγίας περασμένους στο γιακά τους, άρχισαν να πίνουν και να τραγουδούν. Δίπλα τους και οι νεότεροι, που δηλώνουν πίστη στην παράδοση και αναλαμβάνουν τραγουδιστά την ευθύνη της συνέχειάς της.

 Όσοι φορούν βασιλικούς, είν΄γλεντιστές με(γ)άλοι, εμείς θα συνεχίσομε κι ακολουθούσι κι άλλοι.

Μόλις ο ήλιος ακουμπήσει το Καρπάθιο θα χτυπήσουν την καμπάνα και οι κοπέλες θα έρθουν στο Πλατύ για να πιαστούν στο χορό και θα χορεύουν μέχρι ο ήλιος να διατρέξει όλο το ημισφαίριο και να εμφανιστεί από την κορυφή του Προφήτη Ηλία.

 Τρεις κοπελιές ε(γ)άπου κι ήτο κι οι τρεις μικρές κι εβαγιοκλάευγά τες σα τις πορτοκαλιές. Κι απείτις με(γ)αλώσα κι επιάσασι καρπό, ο χάρος εκατέει κι επήρε μου τις δυο κι επόμεινε κ’ η άλλη σα τον βασιλικό. Στον Ά(δ)η θα κατέ(β)ω το χάροντα να βρω, να τον παρακαλέσω, δυό λόγια να του πω: Χάρε και χάρισέ μου, σαΐτες δεκοχτώ να πάω να σαϊτέψω, την κόρη π’ αγαπώ. 

Πηγή: eudemonia.gr