Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Ένα Όσκαρ για τη Φράνσις Μακ Ντόρμαντ



Λίγα άτομα υπάρχουν στο Χόλιγουντ που είναι τόσο… άτομα όσο η Φράνσις Μακ Ντόρμαντ. Λίγες ηθοποιοί – άλλες 13 για την ακρίβεια - μπορούν να περηφανεύονται ότι έχουν κερδίσει και Τόνι και Έμμυ και Όσκαρ (για τα “Good People”, “Olive Kitteridge”«Fargo» αντίστοιχα).Ακόμα πιο λίγες μπορούν να λένε ότι η πρώτη τους ταινία ήταν το “Blood Simple” των αδερφών Κοέν (κι ότι ο ένας από τους δύο είναι άντρας της). Καμία άλλη δεν θα’ χει να λέει όμως πως κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα (κι ενδεχομένως το δεύτερο Όσκαρ της) για την ταινία “Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι” για ένα ρόλο που γράφτηκε αποκλειστικά για εκείνη.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτιν Μακ Ντόνα («In Bruges», «Επτά ψυχοπαθών») είχε εξαρχής στο μυαλό του την ΜακΝτόρμαντ όταν έγραφε τον ρόλο της Μίλντρεντ Χέιζ: μιας γυναίκας που, μήνες μετά τη δολοφονία της κόρης της, νοικιάζει τρεις πινακίδες έξω από το χωριό της και γράφει μηνύματα που απευθύνονται απευθείας στον σερίφη της περιοχής, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί ο ένοχος. “Δεν υπήρχε άλλη ηθοποιός που να έχει όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν η Μίλντρεντ”, λέει ο σκηνοθέτης. “Έπρεπε να έχει επαφή με ένα είδος ευαισθησίας απέναντι στην εργατική τάξη, καθώς και την αγροτική πλευρά της. Έπρεπε επίσης να είναι κάποια που δε θα αντιμετώπιζε υπερβολικά συναισθηματικά τον χαρακτήρα. Όλη η δουλειά της Φράνσις έχει τα θεμέλιά της στην ειλικρίνεια. Ήξερα ότι θα έπαιζε την σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα, αλλά θα είχε και δεξιοτεχνία με το χιούμορ, ενώ θα παρέμενε πιστή στο ποια είναι η Μίλντρεντ».

 

Ενώ πρόκειται για γυναικείο χαρακτήρα, η Μακ Ντόρμαντ επηρεάστηκε πολύ από τον Τζον Γουέιν στη διάπλαση ενός ρόλου που παραδοσιακά κρατούσαν άντρες: του μοναχικού ήρωα που αντιμετωπίζει μόνος του μια ολόκληρη πόλη. “Σωματικά τουλάχιστον, γιατί δεν είχα γυναικεία πρότυπα για τη Μίλντρεντ”, σημειώνει η ηθοποιός. “Εκ των υστέρων, σκέφτηκα και την Παμ Γκριρ στα 70s, αλλά δεν ταιριάζει πολύ γιατί η Μίλντρεντ δε χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητά της όπως έκανε η Παμ. Η Μίλντρεντ μοιάζει πιο πολύ με τον παραδοσιακό μυστήριο άντρα των σπαγγέτι γουέστερν, ο οποίος μπουκάρει σ’ ένα χωριό κρατώντας όπλα και τους τινάζει όλους στον αέρα. Αν και είναι πολύ σημαντικό ότι τα μόνα όπλα που χρησιμοποιεί η Μίλντρεντ είναι το πνεύμα της”. Και τι πνεύμα! Από τη μία, ο Μακ Ντόνα έχει γράψει τον χαρακτήρα της Μίλντρεντ με κοφτερή γλώσσα κι ακόμα πιο κοφτερό μυαλό. Είναι δε, η πρώτη φορά που ο Ιρλανδός γράφει γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο, παρότι είναι μάλλον ο πιο αμείλικτος. Από την άλλη, η Μακ Ντόρμαντ είναι μια κατεξοχήν πνευματώδης γυναίκα, η οποία προσδίδει μεγάλο κομμάτι του δικού της τσαγανού στο ρόλο. 
Όπως και του μυαλού της: “Κάτι που πιστεύω ότι κάνει πολύ καλά ο Μάρτιν είναι μια σχεδόν ελληνική ιδέα της ανθρώπινης ύπαρξης – εξερευνά τόσες πολλές επικές, σημαντικές ιδέες με αυτήν την ιστορία. Με το να βάζει γυναίκα πρωταγωνίστρια αντί για άντρα πηγαίνει την ιστορία στο βασίλειο της μεγάλης τραγωδίας. Επίσης, παίζει με το σύγχρονο είδος της εκδίκησης, αλλά δεν είναι μια ταινία για γυναικεία εκδίκηση. Κοιτώντας το πώς μια γυναίκα αναζητά τη δικαιοσύνη, η ιστορία ξεπερνά το φύλο για να πει κάτι για την ανθρώπινη κατάσταση». Αποκαλείτο στιλ του ως μια “μορφή μαγικού ρεαλισμού, αναμεμιγμένου εδώ με λίγο από Γοτθική Αμερικάνα, βασισμένη την ιδέα ότι οι άνθρωποι σε μικρές πόλεις δεν είναι πεζοί, αλλά ποιητικοί».

Μαζί με την Μακ Ντόρμαντ στην ταινία εμφανίζονται ο Γούντι Χάρελσον στο ρόλο του σερίφη, ο Σαμ Ρόκγουελ στο ρόλο του βοηθού του (ΧρυσήΣφαίρα), και οι Άμπι Κόρνις και Πίτερ Ντίνκλατζ σε περιφερειακούς, αλλά καλογραμμένους ρόλους. Η σχέση της Μίλντρεντ με το χαρακτήρα του Χάρελσον χαρακτηρίζεται από τη διαμάχη αρχικά, αλλά κι από μια βαθιά ανθρώπινη κατανόηση. “Δε μιλήσαμε πολύ με τον Γούντι για τους χαρακτήρες μας. Δε χρειαζόταν. Μοιάζουμε πολύ με τον Γούντι. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι θα μπορούσε να είχε παίξει τη Μίλντρεντ κι εγώ τον Γουίλομπι. Θα μπορούσαν να είχαν γίνει φίλοι, σύντροφοι και σε καλύτερες συνθήκες θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν βρει την απάντηση μαζί”.

Γιατί το κίνητρο της Μίλντρεντ δεν είναι ακριβώς η εκδίκηση. Δεν κρατά όπλα αλήθεια. Αναζητά απαντήσεις. “Ως μητέρα ζεις στο χείλος της καταστροφής, αυτή είναι η αλήθεια. Δε γέννησα το γιο μου, τον γνώρισα όταν ήταν 6 μηνών, αλλά από τη στιγμή που τον κράτησα και τον μύρισα, ήξερα ότι δουλειά μου είναι να τον κρατήσω ζωντανό. Ως γονιός, βλέπεις το πώς αυτή η αγωνία που έρχεται χέρι χέρι με το να προστατεύεις κάποιον στον οποίο δίνεσαι με τέτοιο τρόπο, στον οποίο παραδίδεσαι, μπορεί να γίνει εκφυλιστική». Στην περίπτωση της Μίλντρεντ, τα πράγματα είναι περίπλοκα. «Το πένθος την έχει αφήσει σε μια ερημιά, σε ένα μέρος δίχως επιστροφή», εξηγεί η ΜακΝτόρμαντ. «Ένα από τα πράγματα που σκεφτόμουν είναι ότι δεν υπάρχει λέξη στις περισσότερες γλώσσες που να περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αν χάσεις τον άντρα σου είσαι χήρα, αν χάσεις τον γονιό σου, είσαι ορφανή. Αλλά δεν υπάρχει λέξη που να περιγράφει το γονιό που έχει χάσει παιδί, γιατί δεν υποτίθεται πως συμβαίνει βιολογικά. Είναι κάτι πέραν των δυνατοτήτων της γλώσσας, και εκεί είναι που έχει παρατηθεί η Μίλντρεντ, γι’ αυτό και τα δίνει όλα».

Συζητώντας την ταινία με τον άντρα της, Τζόελ Κοέν, εκείνος γύρισε και της είπε πως “ένας άνθρωπος δεν γίνεται σκληρός, η Μίλντρεντ ήταν πάντα σκληρή». «Της είναι πιο εύκολο να ρίξει μια Μολότοφ, παρά να κλάψει», συμπληρώνει η ΜακΝτόρμαντ. «Αν αφήσει τα συναισθήματα να βγουν προς τα έξω, θα παραλύσει τελείως. Οπότε δεν βγάζει την τάπα. Μπορεί να μην καταλαβαίνεις πάντα την συμπεριφορά της, αλλά ποτέ δεν την αντιπαθείς, ποτέ δεν την κακολογείς». Αντιθέτως, τη λατρεύεις.