Δύο χρόνια και συγκεκριμένα από το 1935-1937 και δεκαέξι επιστολές που ο Καραγάτσης αντάλλαξε με τη Νίκη και με το οικογενειακό του περιβάλλον σε αυτή την περίοδο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τον άνθρωπο και τον συγγραφέα που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όσο κανένας άλλος. Στις επιστολές αυτές διακρίνει κανείς τον σεβασμό αλλά και την αγάπη, την αφοσίωση και το πάθος, το χιούμορ και την αταλάντευτη προσήλωση στις ηθικές αξίες, την περιπέτεια της ψυχής και τις λεπτές της ισορροπίες. Αλλά και κάτι ακόμα.

Ο αναγνώστης ακούει κυριολεκτικά τη φωνή του Καραγάτση να αστειεύεται, να αποκαλεί το αντικείμενο του έρωτά του με αστεία χαϊδευτικά, κυρίως όμως, νιώθει σαν να βρίσκεται δίπλα στον Καραγάτση και τον βλέπει να χαμογελά καθώς γράφει αυτές τις λέξεις στην αγαπημένη του.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι η αλληλογραφία λειτουργεί ως διαπιστευτήριο μιας σχέσης και αποτελεί ίσως μια αφορμή καταγραφής των ψυχικών κραδασμών και των συναισθηματικών διακυμάνσεων που καθορίζουν μια διαπροσωπική αλληλεξάρτηση. Ταυτόχρονα ρίχνει φως σε όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που πιθανώς ένας συγγραφέας να χρησιμοποιεί ως πρωτεικό υλικό της δημιουργίας του.

 Το ερώτημα, όμως, που αναφύεται κάθε φορά που κυκλοφορεί η επιστολογραφία ενός δημιουργού—όπως στην περίφημη αλληλογραφία του Σεφέρη με τη Μαρώ αλλά και στα «Γράμματα προς τη Νόρα» του Τζέημς Τζόυς για παράδειγμα—είναι αν και κατά πόσο έχει το δικαίωμα ο αναγνώστης του μέλλοντος να αφουγκράζεται το πάθος που δημιούργησε τους συνδυασμούς των λέξεων και των φράσεων του αποστολέα, να γίνεται μάρτυρας ενός τρόπου γραφής τόσο προσωπικού. Τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει στην εκτίμηση ενός έργου καθολικής αποδοχής η ανάγνωση κειμένων που γράφτηκαν με σκοπό να τα διαβάσει ένας μόνο άνθρωπος της αυστηρής επιλογής του γράφοντος και σε ποιο βαθμό είναι ηθικά σωστό να δημοσιοποιούνται προσωπικές σκέψεις και στιγμές ενός ανθρώπου, ο οποίος, είναι βέβαιο, ότι ποτέ δε θα συναινούσε σε κάτι τέτοιο.

Η Λίζυ Τσιριμώκου που υπογράφει το εξαιρετικό επίμετρο της έκδοσης αυτής δίνει την απάντηση: «Μια προσεκτική συνανάγνωση της προσωπικής αλληλογραφίας και των λογοτεχνικών κειμένων αυτής της εποχής, δηλαδή «τον καιρό του Γιούγκερμαν», δείχνει πως αυτοβιογραφία και μυθοπλασία είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αλληλοτροφοδοτούνται και ο «Δημητράκης» σιγοντάρει τον «Μίτια Καραγάτση» στις λογοτεχνικές απογειώσεις του, γίνεται το alter ego του, το αυτί και το μάτι που οδηγούν από τις υπαρκτικές καταστάσεις στις κειμενικές περιπέτειες και περιπλανήσεις».

Το βέβαιο είναι ότι ο αναγνώστης αυτών των γραμμάτων που άλλοτε είναι χαρούμενα και άλλοτε μελαγχολικά, κάποτε έμμετρα και περιπαικτικά αλλά πάντα αποπνέουν την ειλικρίνεια της αθωότητας του μεγάλου δημιουργού, θα μπορέσει να δει ολοζώντανη μπροστά του να αναπτύσσεται η πιο ανθρώπινη και ουσιαστική πλευρά του Μ. Καραγάτση.