Σάββατο 20 Απριλίου 2024 -

Το έβαλε το χεράκι του ο Δρίτσας: Μετά την επιστολή της Cosco θα εξεταστούν ξανά οι αλλαγές στο κείμενο πώλησης του ΟΛΠ



Ο Θοδωρής Δρίτσας παραδέχτηκε ουσιαστικά, πως "αλλοίωσε" τα συμφωνηθέντα της τελικής συμφωνίας με την Cosco, η οποία σε επιστολή που έστειλε προς την ελληνική κυβέρνηση, κάνει λόγο για  σημαντικές αλλαγές στο τελικό κείμενο που κατατέθηκε στην Βουλή. 

Υπογράμμισε πάντως ότι οι αιτιάσεις της εταιρείας θα «μελετηθούν και θα ληφθούν υπόψη. Θα εξεταστούν και η κυβέρνηση θα προβληματιστεί για  πιθανές βελτιώσεις». Σύμφωνα δε με πληροφορίες ετοιμάζεται ήδη σχετική τροπολογία ενώ ενδεικτική της αναστάτωσης που προκλήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου είναι η έκτακτη παρουσία του κ. Αλέκου Φλαμπουράρη στην συνεδρίαση της επιτροπής.

Συγκεκριμένα ο υπουργός Ναυτιλίας είπε ότι «Θα διαβάσω την επιστολή πιο συστηματικά γιατί απαιτεί συστηματική μελέτη. Κατ' αρχήν  θα πω ψυχραιμία. Δεν μπορεί μια κοινοβουλευτική επιτροπή, μια νομοθετική διαδικασία να αναστατώνεται και να μπαίνουν ζητήματα αναβολών του πρωθυπουργικού ταξιδιού και της νομοθετικής διαδικασίας», ενώ σε άλλο σημείο επισήμανε ότι «οι σχέσεις μας με την Κίνα είναι σταθερές. Όλη η κυβέρνηση με όλα τα μέλη της υπηρετούμε αυτούς τους σχεδιασμούς με συνέπεια … Όλα τα άλλα είναι παραπολιτικά ειδησεογραφικού χαρακτήρα».

Ο ίδιος επισήμανε ότι οι εκπρόσωποι της εταιρείας εκλήθησαν για ακρόαση από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή «αλλά δεν ήρθαν και έστειλαν επιστολή» ενώ κάλεσε τους βουλευτές να διαπιστώσουν εάν το περιεχόμενο της επιστολής «αντιστοιχεί στον σεβασμό του κοινοβουλίου και της νομιμότητας».

Ο κ. Δρίτσας υπογράμμισε ότι η σύμβαση παραχώρησης προβλέπει ότι η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο έχει την δυνατότητα αλλαγών και νομοτεχνικών βελτιώσεων. «Προβλέπεται ότι το ελληνικό δημόσιο δεν δεσμεύεται πως το σχέδιο του κυρωτικού νόμου θα κατατεθεί στην Βουλή χωρίς αλλαγές» είπε χαρακτηριστικά για να προσθέσει «το σχέδιο κυρωτικού νόμου σε σύγκριση με αυτό που ήρθε έχει διαφορές στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που έχει η κυβέρνηση».

Παράλληλα επιτέθηκε στην εταιρεία λέγοντας «τις αναφορές που με στοχοποιούν ή βρίσκουν δε ξέρω τι, είναι ανούσιο να τις συζητάμε. Με προσβάλει και δεν μπορεί να γίνει συζήτηση στην Βουλή μεταξύ μιας εταιρείας και ενός υπουργού με αυτούς τους κανόνες. Ας το αφήσουμε ας μην θυμηθούμε την ταινία του Κούνδουρου «Ο Δράκος». Δεν είναι ο υπουργός «δράκος». Η συζήτηση γίνεται με ολη κυβέρνηση». 
Τέλος επισήμανε ότι «Η επιστολή θα ληφθεί υπόψη αλλά να το αντιμετωπίσουμε σε αυτό το επίπεδο. Η κυβέρνηση θα το μελετήσει. Θα δει τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις και θα δούμε πως θα το ρυθμίσουμε. Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται το θέμα. Δεν θα κάνω άλλα σχόλια».

 

Πάντως είχε προηγηθεί σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση που κατηγόρησε τον κ. Δρίτσα για παρελκυστική τακτική, διγλωσσία και επικίνδυνους τακτικισμούς.

Η κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη απευθυνόμενη προς τον υπουργό είπε «γνωρίζουμε πως λειτουργείτε με την παρελκυστική σας τακτική. Αλλα συμφωνείτε και άλλα φέρνετε. Δεν πέφτουμε στην παγίδα σας. Όποιος βάζετε μαζί σας σκοντάφτει» για αν προσθέσει «Δικαιώνεται η στάση μας όταν είπαμε για επιφυλάξεις. Θα πρέπει ο υπουργός να διευκρινίσει αν ισχύουν όσα αναφέρονται στην επιστολή. Ο εκπρόσωπος της εταιρείας ζητά να επανέλθει η σύμβαση στην αρχική της συμφωνημένη μορφή. Η επιστολή της Cosco επιβεβαιώνει ότι ψεύδεστε στον λαό, ότι παραπλανάτε το κοινοβούλιο και τους αντισυμβαλλόμενους σας».

Από την «Δημοκρατική Συμπαράταξη» ο κ. Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος υποστήριξε πως «Ισως η επιστολή απαντά και στο γιατί δεν θέλετε να προσκληθεί εκπρόσωπος της Cosco στην ακρόαση φορέων» και ρώτησε τον κ. Δρίτσα αν τελικά θα αλλάξει τα σημεία του νομοσχεδίου και θα «συμμορφωθεί» στις υποδείξεις της εταιρείας.

Επίσης ο κ. Σπύρος Δανέλλης (Ποτάμι) σημείωσε ότι η επιστολή ανατρέπει τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και το επικείμενο ταξίδι του πρωθυπουργού στο Πεκίνο. Τόνισε δε ότι υπάρχει ενδεχόμενο ακύρωσης της συμφωνίας παραχώρησης του λιμανιού λέγοντας ότι «οι εκπρόσωποι της εταιρείας μας σημειώνουν ότι το νομοσχέδιο είναι αντίθετο με όσα συμφωνήθηκαν και τα οποία καθόρισαν την οικονομική της προσφορά»