Σάββατο 20 Απριλίου 2024 -

Δεν τα βρίσκουν ούτε στις παροχές: Το Μαξίμου θέλει συντάξεις, Τσακαλώτος και Χουλιαράκης θέλουν μειώσεις εισφορών και φόρων


Την ώρα που το Μέγαρο Μαξίμου και πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης καλλιεργούν κλίμα παροχών και προεξοφλούν δημόσια ότι θα ακυρωθεί η απόφαση για την περικοπή των συντάξεων, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής του Γιώργος Χουλιαράκης όχι μόνο αποφεύγουν τις δημόσιες δηλώσεις, αλλά στέλνουν το μήνυμα ότι «τα δημόσια οικονομικά και η οικονομία δεν πρέπει να ξεφύγουν από τον σχεδιασμό».
 
Με τη στάση αυτή και παράλληλες επαφές στο παρασκήνιο με τους εκπροσώπους των θεσμών επιδιώκουν να διαμορφώσουν την οικονομική ατζέντα και να περιορίσουν τις εξαγγελίες που προετοιμάζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας για τη ΔΕΘ σε μια ρεαλιστική βάση και στα όρια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος που δεσμεύει την Ελλάδα έως το 2022.
 
Αντίθετα με το Μέγαρο Μαξίμου που θέλει από τώρα να προβάλει ένα πλαίσιο παροχών σε βάθος τετραετίας, ενδεχομένως και για να προλάβει τον Κυριάκο Μητσοτάκη που επίσης θα παρουσιάσει το εκλογικό του σχέδιο στη ΔΕΘ, το οικονομικό επιτελείο περιμένει να δει και τα τελευταία στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ το 2018, που θα ανακοινωθούν αύριο Δευτέρα, για να καταλήξει στις εκτιμήσεις του αναθεωρώντας ακόμη και τις προβλέψεις για το 2019.
 
Η κρίσιμη σύσκεψη
 
Την Τρίτη αναμένεται να γίνει μια καθοριστική σύσκεψη ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επιζητεί να βρεθεί λύση ώστε να μην περικοπούν οι συντάξεις, στην Εφη Αχτσιόγλου, η οποία καλείται να δώσει την πραγματική εικόνα για την οικονομική κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος, και στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος ξεκάθαρα τάσσεται υπέρ της μείωσης των φορολογικών βαρών σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, των ασφαλιστικών εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες και των εργοδοτικών εισφορών στις επιχειρήσεις έτσι ώστε να προσλάβουν νέους εργαζομένους.
 
Το πακέτο αυτό συμπληρώνεται με τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και τη στήριξη προγραμμάτων του ΟΑΕΔ για ενίσχυση της απασχόλησης.
 
Η διαφορά στη φιλοσοφία και στην αντίληψη είναι προφανής και το ερώτημα σαφές: «Δίνουμε όλο το περίσσευμα στους συνταξιούχους ή στηρίζουμε μόνο τους χαμηλοσυνταξιούχους επιλέγοντας τη δέσμη προτάσεων για την αύξηση της απασχόλησης και την ανάπτυξη;».
 
Σε δόσεις
 
Για το 2018 η κυβέρνηση πρέπει να κατανείμει το περίσσευμα 700-800 εκατομμυρίων ευρώ για την καταβολή των αναδρομικών σε ενστόλους, δικαστές και πανεπιστημιακούς που είχαν προσφύγει το 2012 στη Δικαιοσύνη για τις περικοπές των αμοιβών τους.
 
Η πρώτη δόση των αναδρομικών από τις περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, περί τα 200 εκατ. ευρώ, αναμένεται να δοθεί στο τέλος Οκτωβρίου σε 250.000 εν ενεργεία ενστόλους και απόστρατους.
 
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αποδώσει συνολικά 450 εκατ. ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις, σε όλους τους ενστόλους, τους δικαστές και τους πανεπιστημιακούς που είχαν ειδικά μισθολόγια.
Μάλιστα οι συνταξιούχοι θα λάβουν αναδρομικά και αύξηση στις συντάξεις τους, ενώ οι εν ενεργεία θα λάβουν μόνο τα αναδρομικά καθώς από το 2017 ισχύει το ενιαίο μισθολόγιο.
 
Τα αναδρομικά ξεκινούν από περίπου 2.000 ευρώ για χαμηλόβαθμους αξιωματικούς και φτάνουν έως και 12.000 ευρώ για τους ανώτατους αξιωματικούς, ενώ οι αυξήσεις στις συντάξεις ξεκινούν από 30 ευρώ και φτάνουν τα 180 ευρώ μηνιαίως.
 
Χωρίς δώρο
 
Προς το παρόν δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια, ούτε σχετική πρόβλεψη, να δοθεί και εφέτος τα Χριστούγεννα ως «δώρο» έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους, παρότι κομματικά και κυβερνητικά στελέχη πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση καθώς η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο.
 
Πέρυσι τον Δεκέμβριο είχε καταβληθεί έκτακτο βοήθημα 617 εκατ. ευρώ στους συνταξιούχους (το επίδομα είχε δοθεί με τη σύνταξη του Ιανουαρίου που καταβλήθηκε πριν από τα Χριστούγεννα).
Το έκτακτο αυτό βοήθημα είχε κατανεμηθεί σε 1.591.332 χαμηλοσυνταξιούχους με σύνταξη έως 850 ευρώ, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο (εισοδηματικό ή περιουσιακό), και κυμαινόταν από 300 έως 500 ευρώ.

 

Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους προχωρούν στην κατάρτιση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2019 ενσωματώνοντας μόνο τη δαπάνη για τα αναδρομικά στους ενστόλους, δικαστές και πανεπιστημιακούς, υπολογίζοντας τις περικοπές στις συντάξεις.
Τα σχετικά κονδύλια από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και την κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων θα πρέπει να μειωθούν κατά 2,4 δισ. ευρώ για το 2019 για να βγει το υπερ-πλεόνασμα του επόμενου έτους.
Από το περίσσευμα που υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθεί το 2019 – ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος –, και προς το παρόν προσδιορίζεται και πάλι ανάμεσα στα 800 εκατ. και ένα δισ. ευρώ, το οικονομικό επιτελείο έχει κάνει έναν πρώτο σχεδιασμό για τα μέτρα που είναι δυνατόν να στηριχθούν και να εξαγγείλει ο κ. Τσίπρας στη ΔΕΘ.
Η κατεύθυνση των οικονομικών υπουργών είναι τα δύο τρίτα του περισσεύματος να κατευθυνθούν σε μόνιμα μέτρα μείωσης της φορολογίας και το ένα τρίτο σε αυξήσεις δαπανών.Ο κοστολογημένος κατάλογος είναι σαφής.
 
 Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων κατά τρεις μονάδες, από 29% στο 26%, στα κέρδη του 2019 θα κοστίσει 460 εκατ. ευρώ.
 
Η επέκταση του προγράμματος σχολικών γευμάτων 190 εκατ. ευρώ. 
 
Η δημιουργία νέων παιδικών σταθμών 140 εκατ. ευρώ. 
 
Ο ανασχεδιασμός και η αύξηση των οικογενειακών επιδομάτων 260 εκατ. ευρώ.
 
 Τα μέτρα αύξησης της απασχόλησης 260 εκατ. ευρώ.
 
Η μείωση της συμμετοχής ασφαλισμένων στα φάρμακα 240 εκατ. ευρώ.
 
Από αυτόν τον κατάλογο, αν οι θεσμοί αποδεχθούν να ανασταλεί η εφαρμογή του νόμου για τις περικοπές στις συντάξεις, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλέξει τι θα κρατήσει και τι θα αφήσει. 
 
Ο Πρωθυπουργός βέβαια αναμένεται να εξαντλήσει όλον τον κατάλογο παροχολογίας για το μέλλον.
Για το 2020, χρονιά που θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τα όσα έχει νομοθετήσει η κυβέρνηση, θα μειωθεί ξανά το αφορολόγητο μέσω της μείωσης της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 ευρώ που είναι σήμερα στα 1.250 ευρώ, ο κ. Τσίπρας μπορεί σε αντιστάθμισμα να υποσχεθεί μείωση της φορολογίας εισοδημάτων με τη μείωση του συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20% (θα κοστίσει 877 εκατ. ευρώ το 2020) και τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης.