Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Το «αθόρυβο» έμβασμα του Σόιμπλε στην Ελλάδα - Εισήγηση για την εκταμίευση των 7,5 δισ. ευρώ



Την εκταμίευση της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα εισηγείται ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ, με επιστολή που απέστειλε στην επιτροπή προϋπολογισμού της Μπούντεσταγκ.

Όπως μεταδίδει η Handelsblatt, ο Σόιμπλε συστήνει στην αρμόδια επιτροπή του γερμανικού κοινοβουλίου, η οποία συνεδριάζει σήμερα, να εγκρίνει την απελευθέρωση της δόσης προς την Ελλάδα.

Το δημοσίευμα αναφέρει ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει καμία μεγάλη συζήτηση στη Bundestag, ούτε και καμία δύσκολη ψηφοφορία. Το μόνο που απαιτείται από τη διαδικασία είναι να ασχοληθεί, κεκλεισμένων των θυρών, με την απελευθέρωση της επόμενης δόσης η Επιτροπή προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής.

Σημειώνεται ότι για να εκταμιευτεί η δόση των 7,5 δισ. ευρώ απαιτείται η θετική εισήγηση από πέντε κοινοβούλια της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και της Γερμανίας.

Στις 16 και 17 Ιουνίου, ο ESM θα πρέπει να αποφασίσει την πίστωση για την Αθήνα, όπως αναφέρεται στην επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών.

Όσον αφορά ελάφρυνση του ελληνικού χρέους «αποφάσεις για μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα δεν υφίστανται τώρα», τονίζεται στο έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.

«Ουσιαστική ελάφρυνση χρέους θα υπάρξει μόλις το 2018. Αυτό είναι πολύ καθυστερημένο και πολύ ασαφές για να δοθεί στην Ελλάδα αυτό που χρειάζεται περισσότερο: σταθερότητα», δήλωσε στην εφημερίδα ο επικεφαλής των Πρασίνων στην Επιτροπή Προϋπολογισμού Σβεν-Κρίστιαν Κίντλερ και προσέθεσε ότι αυτό θα φέρει περισσότερη φτώχεια και ανεργία.

Οπως αναφέρει η DW πρόκειται για ένα «αθόρυβο» έμβασμα που βολεύει τον Β. Σόιμπλε.

Δεδομένου ότι χθες οι εκπρόσωποι των θεσμών εκτίμησαν ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί άμεσα, «ο Σόιμπλε έστειλε τα σχετικά έγγραφα στην επιτροπή Προϋπολογισμού, με τη σύσταση να εγκρίνουν την εκταμίευση της επόμενης δόσης, εφόσον βέβαια η Ελλάδα ανταποκριθεί προηγουμένως στη λήψη των εναπομεινάντων μέτρων. Η επιτροπή Προϋπολογισμού λοιπόν ασχολείται προκαταβολικά με το ζήτημα προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω καθυστέρησης». Σύμφωνα με την Handelsblatt, ο Β. Σόιμπλε καθιστά εκ νέου σαφές ότι οι όποιες αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους θα ληφθούν μετά το 2018. «Δεν επίκειται η λήψη αποφάσεων για μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα μέτρα», αναφέρεται στην επιστολή του υπουργείου του, όπερ σημαίνει ότι ο Σόιμπλε δεν πρέπει να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας.

Όπως σχολιάζει η Handelsblatt, «ενδεχόμενη εκτεταμένη ελάφρυνση του χρέους θα συνιστούσε ουσιαστική αλλαγή του προγράμματος βοήθειας στην οποία θα έπρεπε να συναινέσει και η γερμανική Βουλή: Ο Σόιμπλε ήθελε οπωσδήποτε να το αποφύγει αυτό πριν τις γερμανικές εκλογές του 2017, καταφέρνοντας να επιβάλει τις θέσεις του έναντι Ελλάδας και ΔΝΤ που ζητούσε τη λήψη άμεσων μέτρων για το χρέος. Γι΄ αυτό και του αρκεί τώρα να ζητήσει από την επιτροπή Προϋπολογισμού να συζητήσει το ζήτημα. Με τον τρόπο αυτό γλιτώνει μια επώδυνη συζήτηση για την οικονομική στήριξη της Ελλάδας, η οποία είναι αρκετά αμφιλεγόμενη και εντός της δικής του Κοινοβουλευτικής Ομάδας».

Ολοκληρώνεται μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικοποιήσεις 

Εκτενείς οι αναφορές σήμερα του γερμανόφωνου τύπου και στην ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού. «Σχεδόν έτοιμη η πώληση του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού», επιγράφει σχετικό της άρθρο η Zeit-Online ενώ η αυστριακή Der Standard επισημαίνει ότι «Η Ελλάδα πουλάει παλιό αεροδρόμιο έναντι 900 εκατομμυρίων ευρώ».
Στο θέμα αναφέρεται αναλυτικό άρθρο και της ελβετικής Neue Zürcher Zeitung που σημειώνει ότι «δρομολογήθηκε μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα: η πώληση του παλαιού αεροδρομίου της Αθήνας, του Ελληνικού, σε μια κοινοπραξία από την Ελλάδα, την Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα». Όπως αναφέρει η εφημερίδα, η Lamda Development είχε καταλήξει ήδη προ διετίας στην τιμή πώλησης των 915 εκατομμυρίων ευρώ. «Η πώληση αναβάλλονταν ωστόσο συνεχώς για γραφειοκρατικούς λόγους, όπως έχει γράψει συχνά ο ελληνικός τύπος. Η ιδιωτικοποίηση είναι προϋπόθεση για την παροχή περαιτέρω βοήθειας από την πλευρά των δανειστών».