Η Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1940 στο Λονδίνο - ως μια εθελοντική παραστρατιωτική ομάδα - με σκοπό να διεξάγει ένα «μυστικό πόλεμο» κατασκοπείας, δολοφονιών και σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μάλιστα, φέρεται να είχε διατάξει την οργάνωση να «πυρπολήσει την Ευρώπη»!

 Η Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων στρατολόγησε δεκάδες γυναίκες ως κατασκόπους - μεταξύ των οποίων η Βιρτζίνια Χολ, αμερικανίδα πράκτορας, και η Νουρ Ιναγιάτ Καν, ασυρματίστρια με ινδική καταγωγή. Και οι δύο γυναίκες συνεργάστηκαν στενά με την Βέρα Άτκινς, στέλεχος των Μυστικών Υπηρεσιών στον Γαλλικό Τομέα (F Section) της οργάνωσης και υπεύθυνη για την πρόσληψη και την εκπαίδευση βρετανών πρακτόρων στην κατεχόμενη Γαλλία.
 Εμπνευσμένη από τις ηρωικές ιστορίες των τριών αυτών γυναικών, κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο η ταινία «Α Call to Spy», σε σενάριο της Sarah Megan Thomas, που υποδύεται, παράλληλα, και την Βίρτζινα Χολ, και σκηνοθεσία της Lydia Dean Pilcher.

Η κατασκοπεία είναι γένους θηλυκού

Ο σημαντικός ρόλος που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι γυναίκες στην κατασκοπεία δεν άργησε να γίνει αντιληπτός από ανώτατα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, παρότι ο χώρος είχε υπάρξει, έως τότε, παραδοσιακά ανδροκρατούμενος. Οι γυναίκες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, κινούσαν λιγότερο τις υποψίες και επομένως μπορούσαν να φέρνουν εις πέρας αποστολές, στις οποίες άνδρες κινδύνευαν να αποτύχουν.

Παράλληλα, οι γυναίκες κατάσκοποι μπορούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να χρησιμοποιήσουν τη θηλυκότητά τους ως ένα ακόμη όπλο, παίζοντας με το στερεότυπο της «ευάλωτης» φύσης τους, που χρειάζεται προστασία, όταν τα πράγματα ξεκινούσαν να παίρνουν άσχημη τροπή. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η ιστορικός Juliette Pattinson, «αρκετές ιστορίες από τον Πόλεμο αποδεικνύουν πως οι γυναίκες ήταν συχνά πολύ πιο εφευρετικές από τους άνδρες συναδέλφους τους».

Η Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων, γνωστή και ως «Μυστικός Στρατός του Τσόρτσιλ» είχε αναπτύξει μέχρι τις 6 Ιουνίου του 1944, ανήμερα της Απόβασης στη Νορμανδία (D-Day), 39 γυναίκες κατασκόπους στην κατεχόμενη Γαλλία. Για να μην γίνονται αντιληπτές, οι πράκτορες μιλούσαν καλά γαλλικά και είχαν προηγούμενη εμπειρία από τη ζωή στη χώρα. Καθεμία είχε την δική της κωδική ονομασία, ενώ εκπαιδεύονταν στον ασύρματο, όπως η Καν, πώς να μεταφέρουν πληροφορίες, αλλά και πώς να παραβιάζουν κλειδαριές και να κάνουν διαρρήξεις.

Οι ερευνητές έχουν καταγράψει, από τον Πόλεμο και εξής, μια εμμονή του κόσμου με τον «Μυστικό Στρατό του Τσόρτσιλ» και ειδικά με τις γυναίκες κατασκόπους, που οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις σε απίστευτα μυθεύματα για τη δράση τους, που ενέπλεκαν πραγματικά στοιχεία με τελείως φανταστικά. Οι ζωές των τριών γυναικών, που περιγράφονται παρακάτω, ωστόσο, υπήρξαν τόσο ξεχωριστές που δεν χρειάζονται καμία υπερβολή για να εντυπωσιάσουν.

Η εκπαιδεύτρια που δεν έπαψε να αγαπά τους πράκτορές της

Γεννημένη Βέρα Μαρία Ρόζενμπεργκ το 1908 στη Ρουμανία, η Βέρα Άτκινς μετακόμισε το 1933 στο Λονδίνο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως γραμματέας στον Γαλλικό Τομέα στις αρχές του 1941 και γρήγορα έγινε υψηλόβαθμο στέλεχος της Υπηρεσίας, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση και την προετοιμασία των πρακτόρων, που θα μεταφέρονταν στη Γαλλία. Ενημέρωνε τους νεοσύλλεκτους για τη ζωή και την κουλτούρα της χώρας, δημιουργούσε για τον καθένα μια πειστική ιστορία - παρέχοντάς τους μάλιστα ακόμη και ενθύμιαγράμματα και φωτογραφίες που να την επαληθεύουν, ενώ επιμελούταν μέχρι και το ντύσιμό τους.

«Πάντα πίστευα προσωπικά πως το να είσαι γυναίκα έχει μεγάλα πλεονεκτήματα - αν ξέρεις να παίζεις σωστά το παιχνίδι - και νομίζω πως και τα κορίτσια, οι γυναίκες που δουλεύαμε μαζί, είχαν την ίδια αίσθηση», είχε δηλώσει το 2008.

Όταν μάλιστα είχε ερωτηθεί για το κοινό χαρακτηριστικό όλων των γυναικών πρακτόρων είχε απαντήσει πως αυτό είναι «η γενναιότητα… μπορείς να την βρεις στην καθεμία από αυτές». Αξίζει να σημειωθεί πως η Ατκινς θεωρείται από πολλούς η μούσα του Ίαν Φλέμινγκ, δημιουργού του θρυλικού πράκτορα Τζέιμς Μποντ, για τον χαρακτήρα της «Miss Moneypenny», γραμματέως του επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών.

Πίσω στο Λονδίνο, οι πράκτορες της Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων είχαν εκπαιδευτεί να στέλνουν μηνύματα χρησιμοποιώντας έναν μοναδικό κώδικα, ο οποίος, όμως, το 1943 φαίνεται πως είχε πλέον παραβιαστεί, με τους Γερμανούς να συνεχίζουν να στέλνουν μηνύματα στη θέση πρακτόρων, που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Οι ενδείξεις της παραβίασης άργησαν να γίνουν αντιληπτές με αποτέλεσμα την αιχμαλωσία και την εκτέλεση 27 πρακτόρων συμπεριλαμβανομένης της Νουρ Ιναγιάτ Καν. Παρότι αποδόθηκαν ευθύνες στην Άτκινς, ιστορικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η αποτυχία να γίνει γρήγορα αντιληπτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Η Βέρα Ατκινς δεν εγκατάλειψε ποτέ, ωστόσο, τους πράκτορές της. Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας το 1944 και την οριστική διάλυση του «Μυστικού Στρατού» το 1946, η Άτκινς συνέχισε να ψάχνει τα ίχνη των χαμένων πρακτόρων της. Από τη θέση της στη Βρετανική Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου, συνέβαλλε στην προσπάθεια ανίχνευσης 118 αγνοουμένων, ενώ επισκέφτηκε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ανέκρινε τους Γερμανούς φρουρούς, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να στείλει τους εκτελεστές σε δίκες για εγκλήματα πολέμου.

Η Άτκινς παρακολούθησε, μάλιστα, από κοντά και την έρευνα της βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙ6). Με αυτό τον τρόπο, ανακάλυψε τον Ιούλιο του 1944 ότι οι 4 κορυφαίες γυναίκες πράκτορες, που είχε εκπαιδεύσει, κρατούνταν αιχμάλωτες σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην ανατολική Γαλλία. Όταν η ΜΙ6 ανακάλυψε το στρατόπεδο στη Νατζβιλέρ, η Ατκινς πίστεψε πως η ώρα της απελευθέρωσης τους ήταν θέμα χρόνου. Οι γυναίκες, ωστόσο, δολοφονήθηκαν από τον γιατρό του στρατοπέδου, ο οποίο τους χορήγησε φαινικό οξύ, αντί εμβολίου για τον τύφο.

Η «πιο επικίνδυνη από όλες» ήταν ανάπηρη και δεν πιάστηκε ποτέ

Η «πιο επικίνδυνη» από όλες τις κατασκόπους, σύμφωνα με τη Γκεστάπο, γεννήθηκε σε μία εύπορη οικογένεια της Βαλτιμόρης. Η Βιρτζίνια Χολ, σύμφωνα με τη βιογράφο της, «διασκέδαζε με το να αψηφά τις συμβάσεις», ενώ από νεαρή ηλικία ήταν φιλόδοξη, επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές, που ξεκίνησε στο Πανεπιστημίο «Τζορτζ Ουάσινκτον», ταξιδεύοντας στο Παρίσι.

Το 1933, ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής για κυνήγι, πυροβόλησε από λάθος το πόδι της, το οποίο στη συνέχεια αναγκάστηκαν να της κόψουν λόγω γάγγραινας. Έτσι, σε ηλικία 27 ετών, η Χολ έμεινε ανάπηρη και ξεκίνησε να φορά ένα ξύλινο μέλος, το οποίο, μάλιστα, ονόμασε «Κάθμπερτ». Παρά την εμπειρία της σε διάφορα προξενεία σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και τις πολυάριθμες προσπάθειές της, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει διπλωμάτης, αφενός επειδή ήταν γυναίκα και αφετέρου επειδή ήταν ανάπηρη.

Απογοητευμένη, παραιτήθηκε από την θέση της στην πρεσβεία της Εσθονίας το 1940 και έγινε εθελόντρια οδηγός ασθενοφόρου στη Γαλλία, πριν ακόμη εισέλθουν επίσημα οι ΗΠΑ στον Πόλεμο. Μια τυχαία συνάντηση με μυστικό πράκτορα της Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων τον Αύγουστο του 1941 θα οδηγήσει στην επιστροφή της στη Γαλλία - έπειτα από εκπαίδευση που έλαβε στη Βρετανία - αυτή τη φορά για να παραστήσει την ανταποκρίτρια της εφημερίδας New York Post, με το όνομα Brigitte LeContre.

Η θέση της ως δημοσιογράφου και οι γοητευτικοί της τρόποι θα της επιτρέψουν να στρατολογήσει πολλά άτομα στην Αντίσταση, ενώ, παράλληλα, με το ψευδώνυμο «Germaine» θα οργανώσει πολλές αποδράσεις συναδέλφων της, που είχαν συλληφθεί. Η Χολ κατόρθωσε να τα βγάλει πέρα μόνη της στη Γαλλία για δώδεκα ολόκληρους μήνες - διάστημα για το οποίο ήταν η μοναδική γυναίκα κατάσκοπος στη χώρα - και έμεινε γνωστή για τα ευφάνταστα σχέδια εξόντωσης των Ναζί, που επινόησε και υλοποίησε με επιτυχία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου σχεδίου αποτελεί η «συνεργασία» της με γνωστό οίκο ανοχής στη Λυόν, όπου σύχναζαν Γερμανοί αξιωματικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Εκεί, αφού στρατολόγησε την ιδιοκτήτρια, πέτυχε να βγάλει «εκτός μάχης» δεκάδες αξιωματικούς, παρέχοντας πλαστά πιστοποιητικά στα κορίτσια που εργάζονταν, τα οποία στη συνέχεια κολλούσαν τους πελάτες σύφιλη, ενώ έθισαν και αρκετούς στα ναρκωτικά.

Οι επιτυχημένες ενέργειες της Χολ σε πολλά επίπεδα δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στην Γκεστάπο, που παρά τους διπλούς πράκτορες που χρησιμοποίησε, δεν κατάφερε ποτέ να την ταυτοποιήσει και να την συλλάβει. Μάλιστα, ο διαβόητος «χασάπης της Λυών», Κλάους Μπάρμπι, φέρεται να είχε αναφωνήσει κάποτε: «Θα έδινα τα πάντα για να πιάσω αυτή την κουτσή Καναδέζα σκύλα».

Όταν πλέον οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν ολοκληρωτικά την Γαλλία στα τέλη του 1942, η Χολ διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και διέφυγε διασχίζοντας πεζή τα Πυρηναία για να καταλήξει στην Ισπανία, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που είχε το ταξίδι της λόγω του πρόσθετου μέλους. Η Χολ επέστρεψε, στη συνέχεια, στο Λονδίνο και συνέχισε να εργάζεται ως κατάσκοπος για το αμερικανικό γραφείο της Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων. Το έργο της εκεί υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την απελευθέρωση μεγάλων τμημάτων της γαλλικής επικράτειας.

Η Ινδή πριγκίπισσα που εκτελέστηκε στο Νταχάου φωνάζοντας «Ελευθερία»

Γεννημένη στη Μόσχα το 1914, η σύντομη ζωή της Νουρ Ιναγιάτ Καν υπήρξε ασυνήθιστη από την αρχή. Ο πατέρας της ήταν Ινδός - διάσημος Σούφι δάσκαλος και απόγονος Σουλτάνου - ενώ η μητέρα της αμερικανίδα ποιήτρια. Έζησε στο Λονδίνο και το Παρίσι, ενώ ήταν ήδη συγγραφέας όταν ξέσπασε ο Πόλεμος και επέστρεψε με την οικογένειά της στη Βρετανία.

Αν και από οικογένεια πασιφιστών, η Νουρ ένιωσε γρήγορα πως θα έπρεπε να κάνει κάτι για να βοηθήσει ενεργά στη μάχη κατά του Ναζισμού και εντάχθηκε στις δυνάμεις της Γαλλικής Αεροπορίας. Στην πρώτη εκείνη συνέντευξή της, είχε δηλώσει πως με τη συμμετοχή της στον Πόλεμο ήλπιζε να δημιουργήσει μια γέφυρα κατανόησης μεταξύ Βρετανίας και Ινδίας. Οι ικανότητές της ως ασυρματίστρια τράβηξαν γρήγορα την προσοχή της Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων, η οποία και την προσέλαβε στα τέλη του 1942.

Υπό την καθοδήγηση της Άτκινς, η Καν έγινε η πρώτη ασυρματίστρια, που εστάλη στη Γαλλία, το καλοκαίρι του 1943, με την κωδική ονομασία «Madeleine».Η δράση της ως μυστική πράκτορας αποδείχθηκε εξαιρετικά κρίσιμη στη διατήρηση της επικοινωνίας μεταξύ του Λονδίνου και της Αντίστασης στο Παρίσι. Σύμφωνα με υπηρεσιακά αρχεία, συνέβαλε στην αποτελεσματική λειτουργία του δικτύου μεταφοράς όπλων και εκρηκτικών, αν και ήδη την εποχή που έφτασε στο Παρίσι, στην Αντίσταση είχαν παρεισφρήσει διπλοί πράκτορες.

Τον Οκτώβριο του 1943 η Νουρ προδόθηκε και συνελήφθη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Δεν πρόλαβε να καταστρέψει τους κώδικες που άφησε πίσω της, με αποτέλεσμα η Γκεστάπο να τους χρησιμοποιήσει για την αποστολή παραπλανητικών μηνυμάτων πίσω στο Λονδίνο. Η Καν έκανε δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες να δραπετεύσει, πριν οδηγηθεί στην απομόνωση φυλακής στη νοτιοδυτική Γερμανία, όπου παρέμεινε σιδεροδέσμια για δέκα μήνες.

Τον Σεπτέμβριο του 1944, και ενώ είχε ήδη βασανιστεί φριχτά χωρίς να αποκαλύψει οποιαδήποτε πληροφορία στους ανακριτές της, μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Νταχάου - μαζί με ακόμη 3 γυναίκες πράκτορες της ίδιας οργάνωσης. Εκτελέστηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1944 σε ηλικία μόλις 30 ετών. Η τελευταία της λέξη ήταν «Ελευθερία».

Πηγές: TimeSonia Purnellaaww.org