
Σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 1890, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ – μία από τις πιο εμβληματικές μορφές στην Ιστορία της Τέχνης – αυτοπυροβολείται σε ένα χωράφι έξω από το Οβέρ-συρ-Ουάζ της Γαλλίας. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή δύο μέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου, σε ηλικία μόλις 37 ετών.
Ο θάνατός του επισφράγισε μία βασανισμένη ζωή, γεμάτη από ψυχική οδύνη, μοναξιά και ακραία καλλιτεχνική αφοσίωση. Και όμως, ο άνθρωπος που σήμερα θεωρείται ιδιοφυΐα του μετα-ιμπρεσιονισμού, έζησε σχεδόν εντελώς άγνωστος και απόλυτα παρεξηγημένος.
Το τραύμα, η μοναξιά και η μανία της δημιουργίας
Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε το 1853 στην Ολλανδία και πέρασε τα περισσότερα χρόνια του περιπλανώμενος, τόσο γεωγραφικά όσο και πνευματικά. Από ιεραπόστολος μέχρι έμπορος τέχνης, από εργάτης σε ανθρακωρυχεία μέχρι άστεγος στο Παρίσι, καμία του ιδιότητα δεν τον «χώρεσε» πραγματικά.
Ξεκίνησε να ζωγραφίζει συστηματικά στα 27 του, και μέσα σε μόλις μία δεκαετία δημιούργησε πάνω από 2.000 έργα, πολλά από τα οποία ανήκουν σήμερα στα πιο αναγνωρίσιμα και ακριβά του κόσμου – όπως το «Ηλιοτρόπια», το «Έναστρη νύχτα» και το «Υπνοδωμάτιο στην Αρλ».
Ωστόσο, οι ψυχικές διαταραχές που τον βασάνιζαν (πιθανώς μανιοκατάθλιψη ή σχιζοφρένεια) τον οδήγησαν αρκετές φορές σε ψυχιατρικές κλινικές. Η πιο διάσημη κρίση του ήταν όταν αυτοτραυματίστηκε κόβοντας μέρος από το αυτί του, ύστερα από καβγά με τον φίλο του, ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν.
Η μοιραία βολή και τα τελευταία λόγια
Τον Ιούλιο του 1890, διαμένοντας στο μικρό γαλλικό χωριό Οβέρ-συρ-Ουάζ, υπό την παρακολούθηση του γιατρού Πολ Γκασέ, ο Βαν Γκογκ φαινόταν να έχει βρει κάποια ηρεμία. Ζωγράφιζε ασταμάτητα – σχεδόν έναν πίνακα την ημέρα. Όμως η ψυχολογική του κατάρρευση ήταν κοντά.
Στις 27 Ιουλίου, πήρε ένα πιστόλι και κατευθύνθηκε σε ένα χωράφι. Πυροβόλησε τον εαυτό του στο στήθος, αλλά η σφαίρα δεν άγγιξε ζωτικά όργανα. Σύρθηκε μέχρι το πανδοχείο του και όταν τον βρήκαν, σύμφωνα με μαρτυρίες, απάντησε με τα λόγια: «Το σώμα μου μου ανήκει και είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω μ’ αυτό. Μη κατηγορήσετε κανέναν, εγώ ήθελα να αυτοκτονήσω».
Πέθανε δύο ημέρες αργότερα, με τον αδελφό του Τεό στο πλευρό του – τον μόνο άνθρωπο που τον στήριξε μέχρι το τέλος.
Από την αφάνεια στην αιωνιότητα
Κατά τραγική ειρωνεία, όσο ζούσε πούλησε μόνο έναν πίνακα. Η αποδοχή ήρθε μεταθανάτια – και με θόρυβο. Μέσα στον 20ό αιώνα, η Τέχνη άρχισε να αναγνωρίζει το εύρος της δημιουργικότητάς του, τη συγκινητική αυθεντικότητα του βλέμματός του, τη συγκλονιστική εκφραστικότητα των χρωμάτων του.
Σήμερα, οι πίνακές του πωλούνται για δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα έργα του έχουν γίνει σύμβολα της σχέσης ανάμεσα στην τρέλα και τη μεγαλοφυΐα.
Ο Βαν Γκογκ δεν πρόλαβε να ζήσει την αναγνώριση. Αλλά άφησε πίσω του μια τέχνη που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή.