Σάββατο 20 Απριλίου 2024 -

Νόμο που προβλέπει κυρώσεις για την «κινεζική καταστολή» στο Χονγκ Κονγκ υπέγραψε ο Τραμπ



Τον τερματισμό του προτιμησιακού καθεστώτος που είχε παραχωρηθεί από τις ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ και την υπογραφή νόμου που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για τις «κατασταλτικές ενέργειες» της Κίνας σε βάρος της κινεζικής αυτόνομης περιοχής, ανακοίνωσε χθες ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, προκαλώντας την αντίδραση του Πεκίνου, το οποίο απείλησε με αντίποινα.

«Σήμερα, υπέγραψα έναν νόμο κι ένα διάταγμα προκειμένου η Κίνα να λογοδοτήσει για την καταστολή του πληθυσμού του Χονγκ Κονγκ», ανέφερε ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, σε συνέντευξη Τύπου στην οποία εξαπέλυσε παράλληλα επανειλημμένα επιθέσεις εναντίον του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν, του αντιπάλου του στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.

Ο νόμος για την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, που εγκρίθηκε ομόφωνα από το αμερικανικό Κογκρέσο, «δίνει στην κυβέρνησή μου νέα ισχυρά εργαλεία προκειμένου να δώσουν λόγο τα πρόσωπα και οι οντότητες που ενέχονται στην καταστολή των ελευθεριών στο Χονγκ Κονγκ», είπε ο Τραμπ. Επίσης «υπέγραψα ένα διάταγμα που βάζει τέλος στην προτιμησιακή μεταχείριση του Χονγκ Κονγκ», σημαντικού χρηματοοικονομικού κέντρου της Ασίας, πρόσθεσε.

Το Χονγκ Κονγκ θα έχει πλέον «την ίδια μεταχείριση με την (ηπειρωτική) Κίνα: κανένα ιδιαίτερο προνόμιο, καμία ιδιαίτερη οικονομική μεταχείριση και καμία εξαγωγή ευαίσθητων τεχνολογιών», ξεκαθάρισε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Ο ίδιος εκτίμησε ότι ο στενότερος έλεγχος που ασκείται από το Πεκίνο στο Χονγκ Κονγκ σηματοδοτεί το τέλος της οικονομικής ισχύος της αυτόνομης περιοχής. Αυτό σημαίνει πως θα πάψει να υπάρχει «ένας πολύ σοβαρός ανταγωνιστής μας», έκρινε, ενώ προέβλεψε brain drane από το Χονγκ Κονγκ: «Η ελευθερία τους πλέον τους αφαιρέθηκε (...) πολύς κόσμος θα φύγει».

Η συνέντευξη Τύπου, που θεωρητικά ήταν αφιερωμένη στα μέτρα εναντίον της Κίνας, είχε έντονο προεκλογικό άρωμα, καθώς απομένουν λιγότεροι από τέσσερις μήνες ωσότου να διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές. Ο Αμερικανός πρόεδρος, που βρίσκεται κατά τις δημοσκοπήσεις πολύ πίσω από τον Τζο Μπάιντεν, κατηγόρησε τον υποψήφιο των Δημοκρατικών ότι είναι πολύ ενδοτικός έναντι της Κίνας. «Δεν έκανε ποτέ τίποτε, πέρα από το να παίρνει πολύ κακές αποφάσεις. Πάνω απ’ όλα στην εξωτερική πολιτική», υποστήριξε.

Μεταξύ των μέτρων που προβλέπει ο νόμος που υπέγραψε ο Τραμπ είναι η επιβολή κυρώσεων σε τράπεζες οι οποίες συναλλάσσονται με Κινέζους αξιωματούχους ή οντότητες που εφαρμόζουν τον νέο νόμο για την ασφάλεια στο Χονγκ Κονγκ.

Ο Τραμπ και ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησής του Μάικ Πομπέο - γευμάτισαν μαζί στον Λευκό Οίκο χθες - υιοθετούν ολοένα σκληρότερη στάση έναντι της Κίνας. Έχουν κατηγορήσει το Πεκίνο πως ευθύνεται για την εξάπλωση της πανδημίας, κάτι που η κινεζική κυβέρνηση απορρίπτει, ενώ καταγγέλλουν τα μέτρα που επιβάλλει στο Χονγκ Κονγκ, πρώην βρετανική αποικία που επεστράφη στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά με ειδικό καθεστώς, νομοθεσία που προστατεύει την ελευθερία του λόγου, των συναθροίσεων και του Τύπου ως το 2047. Τη Δευτέρα, ο Πομπέο κατέστησε σαφές ότι πλέον η Ουάσιγκτον θεωρεί «παράνομες» όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα, τασσόμενη υπέρ των γειτόνων της.

Ο Τραμπ δήλωσε στη διάρκεια της συνέντευξής του ότι δεν έχει καμία διάθεση να συζητήσει με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ - τον οποίο μέχρι πρότινος αποκαλούσε «φίλο» του - ενώ εξέφρασε ικανοποίηση διότι έπεισε συμμάχους των ΗΠΑ να αποκλείσουν την κινεζική Huawei από τις διαδικασίες για τη δημιουργία των δικτύων κινητής τηλεφωνίας και τηλεματικής πέμπτης γενιάς (5G).

Mε αντίποινα απειλεί το Πεκίνο

Από την πλευρά της η διπλωματία της Κίνας απείλησε τις ΗΠΑ με αντίποινα μετά την υπογραφή και κύρωση του νόμου από τον Ντόναλντ Τραμπ. «Για να προασπίσει τα νόμιμα συμφέροντά της, η Κίνα θα προχωρήσει στην απαραίτητη αντίδραση και θα επιβάλλει κυρώσεις σε πρόσωπα και οντότητες των ΗΠΑ» που θα συμμετάσχουν στη διαδικασία αυτή, ανέφερε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών.

Στην ανακοίνωσή του το κινεζικό ΥΠΕΞ τόνισε ακόμη ότι εναντιώνεται σθεναρά στην αμερικανική κίνηση και προέτρεψε την Ουάσιγκτον να πάψει να επεμβαίνει στα εσωτερικά ζητήματα της Κίνας.