Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Αυξάνεται η αμερικανική πίεση στη Γερμανία για την Ουκρανία



Εάν κανείς παρατηρήσει τα αγγλοσαξωνικά ΜΜΕ, θα διαπιστώσει συνεχείς αναφορές στην επικείμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και στην ανάγκη όλες οι χώρες να πάρουν θέση σε μια κρίση που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως βασική διαιρετική γραμμή στο διεθνές σύστημα.

Μικρή σημασία έχουν οι κάπως πιο οξυδερκείς παρατηρήσεις, προερχόμενες κυρίως από ευρωπαϊκές πηγές, που υπογραμμίζουν ότι πέραν της ρητορικής δεν υπάρχουν ενδείξεις για άμεση ρωσική επέμβαση και ότι οι υπάρχουσα διάταξη και όγκος δυνάμεων παραπέμπουν μεν σε αυξημένη παρουσία, όχι όμως σε ετοιμότητα για άμεση πολεμική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας κατά της Ουκρανίας. Μάλιστα ακόμη και Ουκρανοί αναλυτές διαπιστώνουν ότι ακόμη η ρωσική στρατιωτική παρουσία κοντά στα σύνορα δεν παραπέμπει σε άμεση επιθετική ενέργεια.

Ακόμη και ορισμένες από τις φωτογραφίες που τις τελευταίες εβδομάδες παρουσιάστηκαν ως ένδειξη συγκέντρωσης ρωσικών δυνάμεων, ως ένα βαθμό απεικονίζουν μεγάλες μονάδες που ούτως ή άλλως είχαν στρατόπεδα σε αυτή την περιοχή.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση και η ένταση δεν έχουν υπόσταση. Απλώς υπογραμμίζει ότι ακόμη είμαστε σε μια φάση όπου η επικοινωνία αξιοποιείται για να διαμορφωθεί και ένας συσχετισμός σε επίπεδο πρόσληψης των γεγονότων και κοινής γνώμης για αυτά.

 

 

Παρότι φαίνεται πως υπάρχουν ακόμη ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης ως προς το εάν πρέπει να αποφευχθεί η κλιμάκωση τώρα, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, σε κάθε περίπτωση, επιδιώκουν να διαμορφωθεί ένας συσχετισμός που να απομονώνει πολιτικά και διπλωματικά τη Ρωσία, τουλάχιστον σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Αυτό έχει να κάνει τόσο με τη συνολικότερη πολιτική στοχοθεσία της αμερικανικής κυβέρνησης, όσο, όμως, και με πιο πρακτικά ζητήματα, όπως είναι η παροχή εξοπλιστικής και στρατιωτικής βοήθειας στην ουκρανική κυβέρνηση, ιδίως από τη στιγμή που οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εμπλακούν άμεσα σε μια «θερμή» σύγκρουση με τη Ρωσία.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι η απειλή των ΗΠΑ για καταστροφικές κυρώσεις στη Ρωσία προϋποθέτει τη συναίνεση ενός ευρύτερου φάσματος χωρών στην εφαρμογή τους και αυτή τη στιγμή μερικοί από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους της Ρωσίας βρίσκονται στην Ευρώπη.

Η πίεση στη Γερμανία

Σε αυτό το φόντο η Γερμανία αυτή τη στιγμή δέχεται τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση και αυτό αποτυπώνεται πλέον και στα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου.

Σύμφωνα με αυτά, ενώ π.χ. οι χώρες της Βαλτικής έχουν ήδη δηλώσει την πρόθεσή τους να συνδράμουν την Ουκρανία απέναντι στη Ρωσία, η Γερμανία διασπά την ευρωπαϊκή ενότητα και ακόμη ταλαντεύεται για το συγκεκριμένο θέμα. Μάλιστα, αυτό τίθεται σε αντιδιαστολή με τον τρόπο που η Άνγκελα Μέρκελ υποστήριξε σθεναρά την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας για την εκ νέου ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Οι λόγοι αυτής της πίεσης είναι προφανείς. Η Γερμανία έχει ηγετικό ρόλο στην ΕΕ – στην οποία δεν συμμετέχει πια ο παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ η Μεγάλη Βρετανια – και η στάση της θα επηρεάσει συνολικά το συσχετισμό. Μια «σκληρότερη» στάση της Γερμανίας όπως και μια αντίστοιχη στάση της Γαλλίας θα μπορούσε να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία. Επιπλέον, είναι και μια χώρα με σημαντικές οικονομικές συναλλαγές με τη Ρωσία και επομένως η στάση της σε ζητήματα κυρώσεων θα έχει πραγματικό αντίκτυπο στη Μόσχα.

Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να πείσουν τη Γερμανία να υιοθετήσει μια πιο «σκληρή» γραμμή, με τον Μπάιντεν να στέλνει τόσο τον επικεφαλής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς όσο και τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν σε επισκέψεις στο Βερολίνο για να εξηγήσουν την κατάσταση στη γερμανική κυβέρνηση. 

Οι γερμανικές ταλαντεύσεις

Ωστόσο, παρά την πίεση στη Γερμανία, δεν είναι τόσο εύκολο για το γερμανικό πολιτικό σύστημα και για τη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού να υιοθετήσει μια πολύ επιθετική τοποθέτηση απέναντι στη Ρωσία.

Οι δεσμοί της Γερμανίας με τη Ρωσία έχουν ιστορικό βάθος, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1970 η Ostpolitik του Βίλι Μπραντ, δηλαδή η προσπάθεια για φιλικές σχέσεις με την τότε ΕΣΣΔ, αντιμετωπίστηκε ως ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής μιας Γερμανίας που ανήκει μεν στη Δύση αλλά δε αντιμετωπίζει και την Ευρώπη πια ως πεδίο πολέμου.

Επιπλέον, οι οικονομικοί δεσμοί είναι πλέον σημαντικοί κάτι που εξηγεί γιατί π.χ. ο νέος ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς υποστήριξε ότι εάν αποκλειστούν οι ρωσικές τράπεζες από το σύστημα SWIFT, αυτό θα βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας.

Και βέβαια υπάρχει πάντα η διάσταση της ενεργειακής εξάρτησης, με τη Γερμανία να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, κάτι που εξηγεί και την αντιπαράθεση γύρω από το εάν πρέπει να προχωρήσει ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι τα δύο μεγάλα κόμματα της Γερμανίας, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Χριστιανοδημοκράτες, ιστορικά συνδεδεμένα με παραλλαγές μιας Ostpolitik, είναι ακόμη πολύ επιφυλακτικά απέναντι στο ενδεχόμενο μεγαλύτερης ρήξης τη Ρωσία.

Αυτό αποτυπώνεται και στην κοινή γνώμη. Μόνο το 20% των ψηφοφόρων των Σοσιαλδημοκρατών και το 21% των Χριστιανοδημοκρατών επιθυμούν μια πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στη Ρωσία. Ακόμη και στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες το ποσοστό υποστήριξης μεταξύ των ψηφοφόρων δεν ξεπερνά το 23%.

Μόνο οι Πράσινοι δείχνουν να ενστερνίζονται περισσότερο τη ανάγκη αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, το 42% να υποστηρίζει μια συγκρουσιακή γραμμή. Άλλωστε, καιρό τώρα οι Πράσινοι είναι το κόμμα με την περισσότερο «Νατοϊκή» τοποθέτηση στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.

Από την άλλη ενδεικτικό του πώς εσωτερικεύεται ένα κλίμα και στη Γερμανία, είναι το γεγονός ότι ο αρχηγός του γερμανικού πολεμικού ναυτικού αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από τις δηλώσεις του ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν αξίζει σεβασμού και ότι η Κριμαία δεν θα επιστραφεί ποτέ στην Ουκρανία.

 

 

Ωστόσο, ακόμη και έτσι υπάρχουν όρια στη γερμανική εμπλοκή. Καταρχάς ακόμη και για τους Πράσινους δεν τίθεται ζήτημα παρουσίας γερμανών στρατιωτών στο ουκρανικό έδαφος, ιδίως εάν αναλογιστούμε τους συνειρμούς που αυτό θα γεννούσε.

Για τον ίδιο λόγο ακόμη και για τους Πράσινούς δεν μπορεί να τεθεί θέμα να χρησιμοποιηθούν γερμανικά όπλα στην Ουκρανία, κάτι που έχει προκαλέσει και την οργή κυβερνήσεων όπως της Εσθονίας που δεν μπορεί να μεταφέρει τα γερμανικά πυροβόλα που έχει στην Ουκρανία, στο πλαίσιο της αμερικανικής παραίνεσης να μεταφερθεί νατοϊκός οπλισμός από τις γειτονικές χώρες.

Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι ένα μέρος των Πρασίνων ακόμη έχει μια αναφορά στην εποχή που το κόμμα ήταν στη δεκαετία του 1980 η κατεξοχήν αντιπολεμική δύναμη.

Πιο ανεκτικοί στην αποστολή όπλων δείχνουν οι Χριστιανοδημοκράτες (ιστορικά το «ατλαντικό» κόμμα στη Γερμανία), αν και αυτοί δεν επιθυμούν το πλήρες φάσμα των οικονομικών κυρώσεων.

Αντίστοιχα, η γερμανική κυβέρνηση δυσκολεύεται να αποδεχτεί να βάλει και τον Nord Stream2 στις πιθανές κυρώσεις, ακόμη και εάν προσωρινά η τυπική ολοκλήρωση έχει παγώσει, καθώς η Γερμανία χρειάζεται το ρωσικό φυσικό αέριο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καγκελάριος Σολτς αναφέρθηκε σε αυτό ως ένα «ιδιωτικό οικονομικό εγχείρημα», αν και υπάρχουν φωνές και μέσα στους σοσιαλδημοκράτες που θεωρούν ότι δεν θα αποφευχθούν οι κυρώσεις και σε σχέση με τον αγωγό.

Αυτό εξηγεί και γιατί τη μεγαλύτερη πολιτική πίεση να πάρουν πιο σαφή τοποθέτησης ρήξης με τη Ρωσία την έχουν οι σοσιαλδημοκράτες που θεωρούνται το κατεξοχήν κόμμα της Ostpolitik.

Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς καλείται να χαράξει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στις πιέσεις των ΗΠΑ και την ανάγκη να αποφευχθεί μια πλήρης ρήξη με τη Μόσχα που δεν θα έχει μόνο πολιτικό αλλά και οικονομικό αντίκτυπο.

 

 

Σε αυτό το φόντο έχει η σημασία η προσπάθεια να εμφανιστεί μια κοινή γραμμή με τη Γαλλία. Στη συνάντηση Σολτς και Μακρόν στις 25 Ιανουρίου, οι δύο ηγέτες επέμειναν ταυτόχρονα στην ανάγκη συνεπειών, σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας, αλλά συνέχισης του διαλόγου για την αποκλιμάκωση της έντασης.

Και οι δύο ηγέτες πάντως έχουν κατά καιρούς τοποθετηθεί ως προς την αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων και στην ανάγκη να συνεχιστεί ο διάλογος με τη Μόσχα.

Ωστόσο, η Γαλλία δείχνει πιο διατεθειμένη από τη Γερμανία να αποστείλει και όπλα στην Ουκρανία.