Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Πρώην πρέσβης Βρετανίας στην Ελλάδα: Η στάση του Τ. Ερντογάν θα έπρεπε να προκαλεί «γενικό συναγερμό»



Ο πρώην πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα Τζον Κίτμερ, με άρθρο του στο βρετανικό think tank RUSI, την παλαιότερη «δεξαμενή σκέψης» για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας στον κόσμο, επισημαίνει ότι η Ελλάδα επιδιώκει διαχρονικά τη σταθερότητα σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ενώ σημειώνει ότι την εθνικιστική ρητορική του Τ. Ερντογάν, που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λοζάνης, θα έπρεπε να προκαλεί «γενική συναγερμό», πολύ πέρα από τις ελληνικές ακτές.

Η θέση της Ελλάδας, υποστηρίζει ο πρώην πρεσβευτής, είναι ξεκάθαρη και συνεπής από το 1974 και μετά. Η Ελλάδα επιθυμεί σταθερότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και θεωρεί εγγυητή αυτής της σταθερότητας τη διεθνή έννομη τάξη.

Η ανησυχία των Ελλήνων για την εθνικιστική ρητορική του Τούρκου προέδρου, που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λοζάνης, είναι απολύτως δικαιολογημένη, σημειώνεται στο άρθρο, και θα έπρεπε να προκαλεί γενική αντίδραση, πολύ πέρα από τις ελληνικές ακτές.

Το νομικό υπόβαθρο, τονίζει ο Κίτμερ, περιπλέκει τα πράγματα, καθώς η Τουρκία έχει αρνηθεί να επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, και οι εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο έχουν δημιουργήσει νέα κυριαρχικά δικαιώματα, που επικαλύπτουν προηγούμενες συμφωνίες.

Στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης της πρόσφατης κρίσης, σύμφωνα με το άρθρο, το αίτημα της Ελλάδας είναι σαφές. Πάνω απ’ όλα, επιθυμεί διαπραγμάτευση με την Τουρκία, με βασική προϋπόθεση ότι θα υπάρχει εκ των προτέρων συμφωνία μεταξύ των δύο μερών ότι θα καταφύγουν στη διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε αδιέξοδο. Και η διαιτησία, τονίζεται, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα απαραίτητη, αφού είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Έλληνες ή οι Τούρκοι πολιτικοί θα δεχτούν τους απαραίτητους συμβιβασμούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμφωνία.

Οι προηγούμενες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου υποδεικνύουν ότι θα δώσει στο ζήτημα μια λύση όπου καμία πλευρά δεν θα πάρει όλα όσα θέλει. Αλλά δεδομένης της απόρριψης από την Τουρκία της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, η εκ των προτέρων συμφωνία για προσφυγή στη διαιτησία είναι θεμελιώδους σημασίας. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν θέλει να ξεκινήσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης όσο η Τουρκία συνεχίζει τις απειλές της – είτε μέσω της ρητορικής είτε με τις προσπάθειές της να αλλάξει τα δεδομένα στα θαλάσσια ύδατα.

Από το 2002, υπενθυμίζει ο Κίτμερ, έχουν διεξαχθεί 60 γύροι «διερευνητικών επαφών» χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με την υφαλοκρηπίδα. Και, παρόλο που η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ αποτελούν βασικά ζητήματα, το πιο δύσκολο, σύμφωνα με τον Κίτμερ, θα είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια, κίνηση που θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα κατέχει το 71,5% του Αιγαίου, καθιστώντας προβληματική τη διέλευση πολεμικών πλοίων από τα Δαρδανέλια και τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να βάλουν ένα τέλος στις τουρκικές αναφορές για «γκρίζες ζώνες» στην περιοχή.

Κι ενώ η Ελλάδα επιθυμεί την αποκλιμάκωση και τη διαπραγμάτευση, προετοιμάζεται και για άλλα σενάρια, όπως αυτό της συνεχιζόμενης πρόκλησης εντάσεων από τη μεριά της Τουρκίας ή ακόμη και ενέργειες ακραίας πρόκλησης από την τουρκική πλευρά, πράγμα που τροφοδοτεί και την κούρσα εξοπλισμών που έχει ξεκινήσει στην περιοχή.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι καθοριστικός, καθώς η ΕΕ οφείλει να υποστηρίξει σαφώς την επιθυμία της Ελλάδας να επιλύσει την κρίση σύμφωνα με τους κανόνες και τις  διαδικασίες του διεθνούς δικαίου. Μετά την άτυπη σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στο Βερολίνο στα τέλη Αυγούστου, η Αθήνα θα πρέπει να δει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία από την ΕΕ, αν δεν έχει υπάρξει αποκλιμάκωση έως την στιγμή της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής στις 24 Σεπτεμβρίου.

Τώρα που η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί πλέον ένα μακρινό όνειρο, σημειώνει ο πρώην πρέσβης, θα πρέπει ίσως να δημιουργηθεί μία νέα στρατηγική σχέση μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας – μία σχέση που δεν θα ορίζεται μόνο από τα εμπορικά συμφέροντα της Βόρειας Ευρώπης, αλλά θα περιλαμβάνει τα ζητήματα της μετανάστευσης και της ασφάλειας. Η ευθυγράμμιση των ελληνικών θέσεων με αυτές του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αναμένεται να συνεχιστεί, κι ενώ η Άγκυρα δεν έχει κάνει πίσω, η αποχώρηση του Όρουτς Ράις ίσως να αποτελεί καλό σημάδι. Εν αναμονή των αμερικανικών εκλογών, καταλήγει το άρθρο, ο χρόνος ίσως να είναι με το μέρος της Ελλάδας.