Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Έτσι ξεκίνησε το σκάνδαλο με τις φρεγάτες που εμπλέκεται και η Ελλάδα



Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» προκαλούσε πάταγο τον Σεπτέμβριο του 2005 αποκαλύπτοντας το σκάνδαλο «Thales», ενός γαλλικού κολοσσού στον τομέα της αεροναυτιλίας, των ηλεκτρονικών, των επικοινωνιών και του Διαστήματος, με δραστηριότητες σε 30 χώρες και με 55.000 εργαζόμενους και με ετήσιο τζίρο 10,3 δισ. ευρώ.

 

Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Thales Engineering and Consulting (THEC- θυγατρική της Thales), Μισέλ Ζοσράν, έχει δώσει συνέντευξη στη Le Monde, την οποία αναμεταδίδει το Αθηναικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αποκαλύπτοντας σειρά σκανδάλων της Thales. O Ζοσράν είχε απολυθεί τον Ιανουάριο του 2004 από την εταιρεία, κατηγορούμενος για δωροδοκία δημοτικών συμβούλων στην Νίκαια, προκειμένου να αναλάβει η εταιρεία του το έργο του τραμ στην γαλλική αυτή πόλη. Ο δικαστής της Νίκαιας Κριστιάν Γκερί διέταξε έρευνα για το έργο του τραμ που ξεκίνησε το 2002 από την Thales.

Η έρευνα ήταν συντριπτική για την ηγεσία της Thales και ο δικαστής Γκερί εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία είχε δώσει μίζες για να εξασφαλίσει την ανάληψη του έργου. Αντιμέτωπος με την ποινική δίωξη ο Ζοσράν αποφασίζει να μιλήσει. Σύμφωνα με τον ίδιο, η περίπτωση του τραμ της Νίκαιας είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα των πρακτικών που ισχύουν στο γιγάντιο τομέα της ηλεκτρονικής άμυνας. Μάλιστα, ο Ζοσράν προφυλακίστηκε για τέσσερις μήνες, αν και μετά την απόλυσή του προσελήφθη στην EADS, ανταγωνίστρια εταιρεία της Thales.

Για να ελαφρύνει προφανώς τη θέση του, ο Ζοσράν υποχρεώθηκε να αποκαλύψει σειρά σκανδάλων, όταν η Γαλλική Υπηρεσία Οικονομικού Εγκλήματος εντόπισε πολλά εικονικά τιμολόγια και περίεργες διαδρομές χρημάτων σε λογαριασμούς offshore εταιρειών, αλλά και σε αλλοδαπούς πολιτικούς. Ο Ζοσράν ομολόγησε, ότι η εταιρεία του έδινε μίζες έως και 2% του ετήσιου τζίρου της, για να εξασφαλίζει συμβόλαια τόσο στη Γαλλία, όσο και σε άλλες χώρες, από τις Φιλιππίνες ως την Αργεντινή και την... Ελλάδα

Η ελληνική διάσταση του σκανδάλου της Thales

Στις αρχές Οκτωβρίου 2005, η γαλλική Liberation δημοσιεύει αποσπάσματα της κατάθεσης Ζοσράν, ο οποίος κάνει λόγο για συμβόλαιο εκσυγχρονισμού των ελληνικών φρεγατών το διάστημα 2002-2003. Η Thales είχε χάσει τότε το συμβόλαιο για την ανάληψη της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που το πήρε αμερικανική εταιρία SΑΙΚ, που πήρε τη μερίδα του λέοντος του συστήματος C-4-I.

Όπως ανέφερε στην κατάθεσή του ο Ζοσράν -σύμφωνα πάντα με τη Liberation- όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, «το 2002-2003 επισκέφθηκα την Ελλάδα πολλές φορές, οπότε και είχα συναντήσεις με τον πρόεδρο της Thales Ελλάδος, τον κύριο P. Ο πρόεδρος μού είπε, ότι έπρεπε να προβλέψει προμήθεια ύψους 7%-10% για τον Έλληνα υπουργό Άμυνας. Δυστυχώς, η αμερικανική εταιρεία, με την υποστήριξη του ίδιου του Ντικ Τσένι, εξασφάλισε το συμβόλαιο. Σύμφωνα με τον κ. P. χάσαμε το συμβόλαιο επειδή «ποτίσαμε» πολύ χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί «στόχευσαν» τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και τον πρωθυπουργό. Στο προηγούμενο συμβόλαιο για φρεγάτες, είχε επιτευχθεί συμφωνία με τον ίδιο τον Έλληνα υπουργό Αμυνας».

Τον Νοέμβριο του 2002 το ΚΥΣΕΑ είχε αποφασίσει εξαγορές εξοπλιστικών προγραμμάτων συνολικού κόστους 2,1 δισ. ευρώ και ίσης αξίας αντισταθμιστικά. Ανάμεσα σ΄ αυτά ήταν τα ελικόπτερα «NH-90» και η αναβάθμιση 6 φρεγατών με συνεργασία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και της Thales. Υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν τότε ο Γιάννος Παπαντωνίου που είχε διαδεχτεί τον Άκη Τσοχατζόπουλο.

Η εφημερίδα «Καθημερινή» και η αείμνηστη συνάδελφος Αριστέα Μπουγάτσου είχαν αποκαλύψει τότε, ότι «ο τότε αρχηγός του ΓΕΝ Αντ. Αντωνιάδης, είχε στείλει τρισέλιδο non paper στον υπουργό με τίτλο: "Σκοπιμότης ναυπήγησης νέων φρεγατών αντί του εκσυγχρονισμού των 6 φρεγατών"».

Τα όσα γράφει ο αρχηγός του ΓΕΝ είναι καταλυτικά. Αναφέρει: «Με τα δεδομένα που προέκυψαν μετά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις πρέπει να θεωρηθεί ως επιχειρησιακά μη αποδεκτή και οικονομικά αρκετά δαπανηρή, για το αποδιδόμενο όφελος, λύση που δεν ικανοποιεί τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του Π.Ν.».

Προηγουμένως ο κ. Αντωνιάδης χαρακτηρίζει το κόστος δυσανάλογα υψηλό (381,5 εκατ. ευρώ ή 130 δισ. δρχ.) σε σχέση με το αποτέλεσμα και επισημαίνει: «Έχει μεγάλη διάρκεια -79 μήνες από την υπογραφή της σύμβασης με αναμενόμενο πέρας στα τέλη του 2009- και δεν παρέχεται η ευκαιρία ικανοποιητικής απόσβεσης της επένδυσης στον υπόλοιπο επιχειρησιακό βίο των πλοίων, ο οποίος περιορίζεται δραστικά από την αναμενόμενη διακοπή μεταξύ 2012-2015 της υποστήριξης των K/B RIM 7M/P μέχρι διακοπής αυτού έως το 2017».

Και συνεχίζει: «Η διεθνής πρακτική που ακολουθείται σε προγράμματα EMZ πλοίων περιορίζεται στον εκσυγχρονισμό- αντικατάσταση επιλεγμένων συστημάτων, ώστε αυτά να εξακολουθούν να υποστηρίζονται και να είναι λειτουργικά και αξιόπιστα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Στην περίπτωση του εκσυγχρονισμού των φρεγατών «S» περί το τέλος του προγράμματος (2009) τα πλοία θα διάγουν το 30ό έτος της ηλικίας τους και θα χαρακτηρίζονται από περιορισμένο υπόλοιπο επιχειρησιακό βίο».

Ο τότε αρχηγός του ΓΕΝ προτείνει εκσυγχρονισμό αξίας 25 δισ. δρχ., δίχως να αλλαχθούν τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά των φρεγατών, και καταλήγει ότι: «Επιμένοντας για εκσυγχρονισμό μέσης ζωής των "S" εισπράττεται από το Πολεμικό Ναυτικό ελάχιστη ωφέλεια έναντι μεγάλου κόστους. Για τον λόγο αυτό εκτιμάται ότι τα χρήματα του EMZ θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος ναυπήγησης νέων φρεγατών». Με τη διαφωνία, λοιπόν, του ΓΕΝ, που στη συνέχεια διεμβολίσθηκε, το ΚΥΣΕΑ αποφάσισε έναν πανάκριβο πλην μάταιο εκσυγχρονισμό. Ποιος ωφελήθηκε;

Έτσι στις 12 Φεβρουαρίου 2003 υπεγράφη η σύμβαση 010B/03 για τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής 6 φρεγατών (συν 2 option) ύψους 381.578.580 ευρώ με την ελληνική συμμετοχή να ξεπερνά το 11,2% και το 88,8% να περνάει στη γαλλοολλανδική σύμπραξη, καθώς η Thales είχε εξαγοράσει τη Hollandse Signaalapparten.

Ο τότε υπουργός Άμυνας Γιάννος Παπαντωνίου, σε ανακοίνωση που εξέδωσε, έκανε λόγο για «σκευωρία που κατέρρευσε από το ίδιο το κείμενο της κατάθεσης τού καταγγέλλοντος και κατηγορούμενου Ζοσράν», και για «συκοφαντία από ένα πρώην υπάλληλο που κατηγορείται για διαφθορά» και είπε ότι έχει «ζητήσει από ένα πολύ γνωστό γαλλικό δικηγορικό γραφείο να προχωρήσει αμέσως σε όλα τα νόμιμα ένδικα μέσα για να προστατεύσει την αλήθεια και το πρόσωπό μου».