Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής - Δ/ Ματθαίου



Ματθ. η’ 5-13

Τ? καιρ? ?κείν?, 5 ?λθόντι τ? ?ησο? ε?ς Καπερναο?μ προσ?λθεν α?τ? ?κατόνταρχος παρακαλ?ν α?τ?ν κα? λέγων?

6 Κύριε, ? πα?ς μου βέβληται ?ν τ? ο?κί? παραλυτικός, δειν?ς βασανιζόμενος. 7 κα? λέγει α?τ? ? ?ησο?ς? ?γ? ?λθ?ν θεραπεύσω α?τόν. 8 κα? ?ποκριθε?ς ? ?κατόνταρχος ?φη? Κύριε, ο?κ ε?μ? ?καν?ς ?να μου ?π? τ?ν στέγην ε?σέλθ?ς? ?λλ? μόνον ε?π? λόγ?, κα? ?αθήσεται ? πα?ς μου. 9 κα? γ?ρ ?γ? ?νθρωπός ε?μι ?π? ?ξουσίαν, ?χων ?π? ?μαυτ?ν στρατιώτας, κα? λέγω τούτ?, πορεύθητι, κα? πορεύεται, κα? ?λλ?, ?ρχου, κα? ?ρχεται, κα? τ? δούλ? μου, ποίησον το?το, κα? ποιε?. 10 ?κούσας δ? ? ?ησο?ς ?θαύμασε κα? ε?πε το?ς ?κολουθο?σιν? ?μ?ν λέγω ?μ?ν, ο?δ? ?ν τ? ?σρα?λ τοσαύτην πίστιν ε?ρον. 11 λέγω δ? ?μ?ν ?τι πολλο? ?π? ?νατολ?ν κα? δυσμ?ν ?ξουσι κα? ?νακλιθήσονται μετ? ?βρα?μ κα? ?σα?κ κα? ?ακ?β ?ν τ? βασιλεί? τ?ν ο?ραν?ν, 12 ο? δ? υ?ο? τ?ς βασιλείας ?κβληθήσονται ε?ς τ? σκότος τ? ?ξώτερον? ?κε? ?σται ? κλαυθμ?ς κα? ? βρυγμ?ς τ?ν ?δόντων. 13 κα? ε?πεν ? ?ησο?ς τ? ?κατοντάρχ?? ?παγε, κα? ?ς ?πίστευσας γενηθήτω σοι. κα? ?άθη ? πα?ς α?το? ?ν τ? ?ρ? ?κείν?.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Όταν o Κύριος κάποια ημέρα ήλθε στην Καπερναούμ, Τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος και Τον παρακαλούσε: Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι και βασανίζεται τρομερά από τους πόνους του. Τότε ο Κύριος του άπαντα: Θα έλθω στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω. Ο εκατόνταρχος όμως του αποκρίνεται: Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου, αλλά μόνο πες ένα λόγο και θα γίνει καλά ο δούλος μου. Διότι κι εγώ άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία, και έχω κάτω από τις διαταγές μου στρατιώτες και λέω στον ένα? πήγαινε, και πηγαίνει? και στον άλλον? έλα, και έρχεται. Και στο δούλο μου λέω, κάνε αυτό, και το εκτελεί.

Πόση ταπείνωση είχε αυτός ο ειδωλολάτρης αξιωματικός! Ενώ δεν είχε μεγαλώσει και δεν είχε ζυμωθεί με τις παραδόσεις και τις διδαχές της αληθινής πίστεως στον ένα Θεό, έχει επίγνωση ανεξήγητη, ταπείνωση μοναδική. Θεωρεί τον εαυτό του αντάξιο της παρουσίας του Κυρίου στο σπίτι του. Συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του στη θέα της ακτινοβόλου αγιότητας του Χριστού μας. Συναισθάνεται ακόμη και τη μεγαλειότητά του. Κατανοεί ότι ο Κύριος έχει εξουσία πάνω στη ζωή και την υγεία των ανθρώπων. Και δεν ζητά από Αυτόν να παρακαλέσει, αλλά να διατάξει την ίαση του δούλου του. Δείχνει λοιπόν μία τόσο μεγάλη πίστη, μία πίστη που θαύμασε και ο ίδιος ο Κύριος και την επαίνεσε δημοσίως.

Αυτήν ακριβώς τη φράση του εκατόνταρχου την πήραν στα χείλη τους αμέτρητοι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αισθάνονταν τη δική τους μικρότητα μπροστά στο μεγαλείο του Κυρίου. Και η φράση αυτή έγινε προσευχή. Μία προσευχή που ψελλίζουμε με πίστη, συναίσθηση και ταπείνωση όλοι οι πιστοί, όταν στεφόμαστε με δέος μπροστά στο άγιο Ποτήριο. Και επαναλαμβάνουμε με ταπείνωση και συναίσθηση τα λόγια του εκατόνταρχου: «Κύριε, ο?κ ε?μί ?κανός ?να μου ?πό τήν στέγην ε?σέλθ?ς». Διότι η ψυχή μου είναι έρημη από αρετές και κατερειπωμένη από τις αμαρτίες μου. Πού να βρεις, Κύριε, τόπο να κλίνεις την κεφαλή σου; Αλλά Εσύ που ταπείνωσες τον εαυτό σου, καταδέξου να εισέλθεις στον οίκο της αμαρτωλής μου ψυχής και να με θεραπεύσεις.